2. Επιδρομή στον Πειραιά (Μ. Γενίτσαρη)
Αγραμμοφώνητη σύνθεση του 1944.
3. Να 'ναι γλυκό το βόλι (Δ. Γκόγκου-Μπαγιαντέρα)
Αγραμμοφώνητη σύνθεση του 1942.
4. Μαυραγορίτες (Μ. Γενίτσαρη)
Αγραμμοφώνητη σύνθεση του 1941.
5. Χαϊδάρι (Μ. και Στ. Βαμβακάρη)
Αγραμμοφώνητη σύνθεση του 1943.
Ιστορικά στοιχεία: Το τραγούδι είχε γραφτεί με άλλη μουσική από τον ίδιο τον Μάρκο Βαμβακάρη. Δεν γραμμοφωνήθηκε όμως ποτέ, με αποτέλεσμα να περνά από μουσικό σε μουσικό «με το αυτί», δηλαδή όπως το θυμόταν ή το μάθαινε ο καθένας. Αποτέλεσμα αυτού του γεγονότος ήταν το τραγούδι να παίζεται με πολλές παραλλαγές, χωρίς όμως να μπορεί να διακριθεί η σωστή. Με τα χρόνια η μελωδία ξεχάστηκε. Για τις ανάγκες του δίσκου, κλήθηκε ο γιός του Μάρκου, Στέλιος, για να γράψει μια νέα μελωδία. Αναφέρεται πως ο Στέλιος έγραψε το τραγούδι μέσα σε τέσσερις ώρες.
6. Ένας λεβέντης έσβησε (Ν. Μάθεση-Μ. Χιώτη-Μ. Γενίτσαρη)
Αγραμμοφώνητη σύνθεση του 1945.
Ιστορικά στοιχεία: Το τραγούδι είναι γραμμένο για το θάνατο του Άρη Βελουχιώτη. Υπήρχε μια πρώτη έκδοση του τραγουδιού, ήδη από το 1945, σε σύνθεση του Μανώλη Χιώτη. Η εκδοχή αυτή δεν ηχογραφήθηκε όμως και έτσι η μελωδία με τα χρόνια ξεχάστηκε. Ο Μάθεσης εκμυστηρεύτηκε την ιστορία του τραγουδιού στον Χατζηδουλή, όταν είχε πεθάνει πια ο Χιώτης. Ο Κώστας Χατζηδουλής, έσωσε τον διάλογο του με τον Μάθεση, στην δική του «Ρεμπέτικη ιστορία»:
«Λίγο μετά που σκοτώθηκε ο Άρης Βελουχιώτης το 'γραψα. Είχε 3 τετράστιχα και όχι 4. Ο Άρης, ήτανε φίνος άντρας, μάγκας κι αγωνιστής και Έλληνας. Κατάλαβες; Μιλάει ο Μάθεσης. Υπήρχανε κι άλλοι αγωνιστές δηλαδή που θέλανε να τους λένε έτσι αλλά αυτοί ήτανε αγωνιστές για την πάρτη τους. Δηλαδή αποφάγια. Άλλη ταρίφα αυτοί. Όταν έσβησε το καντήλι του παλικαριού, έκατσα και το 'γραψα γιατί έγινε θρήνος. Θρήνος και ύμνος. Το θέμα είναι παλιό, πολύ παλιά η ιδέα. Τα λόγια δικά μου και τιμής πρόσωπο ο Άρης. Μετά συναντήθηκα με το Χιώτη, που είχε έρθει με τον Παπαϊωάννου, το Στεφανάκη και το Γενίτσαρη, να παίξουνε σ' ένα χορό στο Χατζηκυριάκειο. Είπα του Χιώτη για το τραγούδι και δώσαμε ραντεβού και του 'δωσα τα λόγια. Έβαλε ένα τετράστιχο ακόμα ο Μανώλης, το τελευταίο, κι άλλαξε το "Νεκροπούλι" που είχα εγώ και το έκανε "Κλαψοπούλι". Δεν είπα τίποτα. Ο Μανώλης ήτανε φίλος μου, καλός άντρας και μάγκας από τους λίγους. Άμα θες να μάθεις ποιοι είναι μάγκες κοίτα το Χιώτη. Εξηγήσεις ζόρικες, ρεμπέτικες και ψυχή μόρτικια μεγάλη. Μιλάω εγώ ο Μάθεσης. Το 'παμε : προσφορά για το παιδί που χάθηκε, ήτανε το τραγούδι. Ζούλα γίνανε όλα, βλέπεις, εγώ και σ' αυτό το περιβόλι, είχα τσαμπουκάδες. Ένα απόγευμα που ήμουνα τότες στην Αθήνα, παρέα με το Γούναρη, είδα στο δρόμο τυχαία, σε μια στοά, τον αρχηγό τότες του κόμματος. Αυτόνε που δεν ήτανε όνομα και πράμα δεν ήτανε, λέμε, γλυκός στις εξηγήσεις του. Του τα 'χα μαζεμένα από τότε. Αυτός ήτανε όλα του τα χρόνια, μολύβι με σπασμένη μύτη. Κατάλαβες; Μετά άκουσα τη μουσική που έβαλε ο Χιώτης. Χασαποσέρβικο ήτανε, πολύ ζόρικο τραγούδι. Δίσκος δεν έγινε όμως, γιατί όλοι αυτοί εδώ οι λάγιοι, δεν αφήνανε. Γι' αυτό τους έχω μαζέψει πολλά...»
(Κώστα Χατζηδουλή, Ρεμπέτικη ιστορία Νο 1, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα , σελ. 260-261).
Λόγω της απώλειας της πρωτότυπης μελωδίας, ανατίθεται στον Μιχάλη Γενίτσαρη να γράψει μια νέα μελωδία. Ο Γενίτσαρης αναγεννά το τραγούδι, αυτή τη φορά όμως σε ρυθμό 9/8 (ζεϊμπέκικο).
7. Κάνε λιγάκι υπομονή (Β. Τσιτσάνη)
Σύνθεση του 1948.
Ιστορικά στοιχεία: ο ίδιος ο Τσιτσάνης μιλάει για το τραγούδι στην αυτοβιογραφία του: «Τότε, με τα τραγικά γεγονότα του εμφυλίου πολέμου ήταν πολύ δύσκολο να γράψεις εκείνο που ήθελες. Υπήρχε η λογοκρισία που δεν έδινε εύκολα άδεια για να γραμμοφωνήσεις τραγούδι. Εννοώ εκείνα που είχαν κατά τη γνώμη τους ύποπτους στίχους και έβλεπαν κάποια πολιτική σκοπιμότητα. Δεν μπορώ να ξέρω με τι σκεπτικό αποφάσιζαν, πάντως τραγούδι που θα είχε και μια λέξη γύρω από την πολιτική ή τα γεγονότα της εποχής, έπρεπε στα σίγουρα να το απορρίψουν. Τότε, το 1949, ή λίγους μήνες νωρίτερα, έγραψα μέσα στα άλλα, και ένα που του έβαλα αλληγορικά λόγια, ακριβώς από το φόβο της λογοκρισίας, αλλά η σημασία του φαίνεται καθαρά:
«Μην απελπίζεσαι και δεν θ’ αργήσει
κοντά σου θ ’ρθει μια χαραυγή
καινούργια αγάπη να σου ζητήσει
κάνε λιγάκι υπομονή
8. Στέλιος Καρδάρας (Μ. Γενίτσαρη)
Αγραμμοφώνητη σύνθεση του 1944.
9. Αδερφός τον αδερφό (Οδ. Μοσχονά)
Αγραμμοφώνητη σύνθεση του 1949 - στίχοι του 1948.
10. Χτίζουν και γκρεμίζουν κάστρα (Β. Τσιτσάνη) 1947
Ιστορικά στοιχεία: το τραγούδι μιλά για μια «ξελογιάστρα κόρη», που είναι η Ελλάδα. Ο Τσιτσάνης, καταφέρνει με μαεστρία να περάσει τα πολιτικά του μηνύματα σε τραγούδι που στο πρώτο του άκουσμα έχει θέμα ερωτικό.
Ο ίδιος ο Τσιτσάνης δηλώνει: «Σε αυτό που μιλάω για μια κόρη ξελογιάστρα εννοώ την πατρίδα μας. Δεν είναι άλλη από την Ελλάδα αυτή η κόρη, που για αυτήν γκρέμιζαν κάστρα στο φοβερό εκείνο χαλασμό του Εμφυλίου. Μήπως δεν ήταν έτσι; Δεν μπορούσα να μη βγάλω από μέσα μου εκείνο που με έτρωγε, δηλαδή το φόβο για το ενδεχόμενο χαμό της. Και αυτό ήταν που μέτραγε περισσότερο απ’ όλα. Τι άλλο μπορούσα να κάνω εγώ, ένας καλλιτέχνης, στο αλληλοφάγωμα; Το είπα, ότι δεν έχω άλλα όπλα από τα τραγούδια μου....».
(Απόσπασμα από την Αυτοβιογραφία του Β. Τσιτσάνη)
11. Κάποια μάνα αναστενάζει (Μπ. Μπακάλη-Β. Τσιτσάνη)
Ιστορικά στοιχεία: το τραγούδι αυτό, κατόρθωσε μεν να ξεγελάσει τη λογοκρισία και να κυκλοφορήσει για λίγο καιρό, όμως στις 6 Δεκεμβρίου 1947, με εντολή της Αστυνομικής Διεύθυνσης Πειραιώς, απαγορεύεται η εκτέλεσή του, διότι, όπως λέει το κείμενο της αστυνομικής ανακοίνωσης, «έχει αλληγορικήν σημασίαν, ου δύναται να δημιουργηθούν αντεγκλήσεις, επεισόδια και διασάλευσις της τάξεως». Κατά πληροφορία του Κ. Χατζηδουλή, το τραγούδι απαγορεύτηκε ένα μήνα μετά την κυκλοφορία του, με διαταγή του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως.
12. Της κοινωνίας η διαφορά (Β. Τσιτσάνη)
Σύνθεση του 1951. Παρέμεινε αγραμμοφώνητη, μιας και λογοκρίθηκε το 1956. Πρώτη ηχογράφηση, εδώ.
Διηγείται ο Τσιτσάνης: «το έγραψα και το συνέθεσα αμέσως με το πέρας του εμφυλίου πολέμου, γύρω στο 1951. Δυο μελωδίες έχω για αυτό το τραγούδι, δυο μουσικές σε ρυθμό ζεϊμπέκικο. Είχα και τρίτο στίχο και ένα ρεφρέν ακόμα, αλλά τώρα έχω ξεχάσει τα λόγια. Βλέπεις, τραγούδια που δεν τα τραγουδάω, ούτε στο πάλκο, ξεχνιούνται από μόνα τους. Κάπου το ‘χω σημειωμένο, αλλά παρά τις προσπάθειές μου δεν κατόρθωσα να το βρω ακόμα. Μετά λίγα χρόνια, αφότου το συνέθεσα, γύρω στο 1956 με 1957, το υπέβαλα στη λογοκρισία, γιατί ήθελα να το κάμω δίσκο. Και θυμάμαι τον τότε υπεύθυνο παραγωγής της ΚΟΛΟΥΜΠΙΑ, το Νίκανδρο Μηλιόπουλο, που ήρθε και μου είπε ότι: «Το τραγούδι αυτό, Βασίλη, δεν περνάει από τη λογοκρισία, με κανένα τρόπο, γιατί το θεωρούν επαναστατικό και φυσικά ακατάλληλο για δίσκο». Ευτυχώς δεν έκανα το λάθος να το διασκευάσω - γιατί εκείνα τα χρόνια όταν η λογοκρισία δεν πέρναγε τραγούδι, σου έλεγε να το αλλάξεις κάπως τους στίχους και τότε, αν έμενε ικανοποιημένη, σου έδινε άδεια - και το παράτησα ακριβώς όπως το είχα γραμμένο. Μέχρι σήμερα παραμένει ανέκδοτο και σκέπτομαι να το γραμμοφωνήσω τώρα, αλλά με ερμηνευτή το Γιώργο Νταλάρα».
Στον δίσκο, παίζουν οι μουσικοί:
Μπουζούκι: Χρ. Νικολόπουλος, Γ. Μωραΐτης
Μπαγλαμά: Μπ. Μαλλίδης
Κιθάρα: Μ. Κώστογλου
Σαντούρι: Τ. Σούκας
Μπάσο: Ν. Πανταζής
Πιάνο: Τ. Καρακατσάνης
Ο Γ. Νταλάρας έπαιξε κιθάρα, μπαγλαμά, τζουρά
Σκαλίζοντας ξανά το υλικό, κρίνω πως πρόκειται για έναν εξαιρετικά ενδιαφέρον δίσκο – τουλάχιστον για τους γνώστες της ελληνικής μουσικής και δη του ρεμπέτικου. Εν πρώτοις για λόγους ιστορικούς, μιας και με τον τρόπο αυτό διασώθηκαν τραγούδια που παρέμεναν στην αφάνεια για περισσότερο από τρεις, ακόμη και τέσσερις δεκαετίες. Και εν δευτέροις, για την ικανότητα των δημιουργών των τραγουδιών να ασκούν πολιτική ενώ συνθέτουν. Οφείλουμε λοιπόν να αναγνωρίσουμε την σπουδαιότητα του έργου του Κώστα Χατζηδουλή, του οποίου η έρευνα έφερε στο φως τραγούδια που είχαν κυριολεκτικά ξεχαστεί. Και βέβαια, το πείσμα του Γιώργου Νταλάρα να δίνει όλο του το είναι, δίχως να προσμένει ανταλλάγματα. Αυτό άλλωστε δεν είναι και το μυστικό μιας επιτυχημένης σχέσης;
Πηγές:
«Ρεμπέτικα της Κατοχής», 1980, MINOS MSM 391(LP), 7243 4 80056 2 5 (CD)
«Το Μουσικό Κουτί», 1997, Minos EMI, Επανέκδοση 0074/5000
www.rembetiko.gr
Πέτρος Πετράκης, 26.10.2012
Υ.γ.: το κείμενο επανέρχεται στην επικαιρότητα, για έναν ακόμη λόγο. Πρόσφατα, διευθυντής ενός σχολείου στον Πύργο, λογόκρινε το τραγούδι «Να ‘ναι γλυκό το βόλι» και ζήτησε από την καθηγήτρια της μουσικής να το αφαιρέσει από την σχολική εκδήλωση για την 28η Οκτωβρίου, με την δικαιολογία πως δεν θέλει τα παιδιά να τραγουδούν στίχους που μιλούν για τον Βελουχιώτη και τους αντάρτες.
Δεν θα μπω στον κόπο να απαντήσω στις «ανησυχίες» του διευθυντή, μιας που την απάντηση την δίνει η ίδια η ιστορία από μόνη της: όπως καταγράφηκε πρωτύτερα, ο Μπαγιαντέρας έγραψε το τραγούδι το 1942, την περίοδο δηλαδή της Κατοχής και όχι του Εμφυλίου (όπου ο Βελουχιώτης είχε επιλέξει το πολιτικό στρατόπεδο του). Επομένως η επίσημη δικαιολογία που χρησιμοποιήθηκε κρίνεται ως αβάσιμη.
Σε ότι αφορά το θέμα της λογοκρισίας, είναι λυπηρό το γεγονός πως απαντάται και πάλι - στην όποια μορφή της. Τα λόγια των δημιουργών για την λογοκρισία, είναι αποκαλυπτικά:
«Ποιος τόλμαγε μετά που τελείωσε ο πόλεμος να γραμμοφωνήσει τα τραγούδια που είχε γράψει στην Κατοχή, εκτός βέβαια από ‘κείνα που δεν πείραζαν την εξουσία;»
Μιχάλης Γενίτσαρης
«Προς δόξαν της θρυλικής Δημοκρατίας μας, που 78 ολόκληρα χρόνια, όσο ετών είμαι, την ακούω και δεν την βλέπω (άραγε επειδή είμαι τυφλός; ), δεν ήταν δυνατό μετά το πέρας του πολέμου να εκδώσω σε δίσκους όσα τραγούδια είχα γράψει στην περίοδο της Κατοχής γύρω από τους αγώνες και τις θυσίες του λαού μας για τη λευτεριά, που είναι πιο πολύτιμη και από το φως των ματιών μου»
Μπαγιαντέρας
«Όσα λαϊκά τραγούδια γράφτηκαν στην Κατοχή και μιλούσαν ανοιχτά για την αντίσταση και τους Πατριώτες που θυσιάστηκαν για την λευτεριά, δεν μπορούσαν μετά την απελευθέρωση να γραμμοφωνηθούν. Οι καταστάσεις που επικρατούσαν δεν επέτρεπαν κάτι τέτοιο. Το ίδιο συνέβαινε και στην περίοδο του Εμφυλίου.»
Βασίλης Τσιτσάνης
Είναι πασιφανές πως με τον όρο Αντίσταση δεν αναφερόμαστε αποκλειστικά στον ένοπλο αγώνα. Απλοί άνθρωποι, από το δικό τους μετερίζι ο καθένας, αγωνίστηκαν ενάντια στον στρατό Κατοχής. Το να αποτιμάται η Αντίσταση μόνο με πολιτικό χρώμα, αποτελεί υπεκφυγή από την Ιστορία και όχι αποτίμηση.
Τέτοιες πρακτικές, εκούσιες ή ακούσιες δεν έχει καμία σημασία, καταφέρνουν να συντηρήσουν τα μεγάλα κενά που δημιούργησε η επιφανειακή μελέτη της συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου. Αν απομένει κάτι στις νέες γενιές που έπονται, αυτό είναι η διδαχή της Ιστορίας, που θα τις επιτρέψει να μάθουν τι πραγματικά συνέβη και θα τις αποτρέψει από το να επαναλάβουν τα λάθη του παρελθόντος. Δίχως την γνώση του χθες, είναι αδύνατο να εξασφαλίσουμε ένα βέβαιο αύριο, με αποτέλεσμα να εγκλωβιζόμαστε στην δίνη των σφαλμάτων μας, επαναπαυόμενοι στο ρητό «η ιστορία επαναλαμβάνεται».
Πέτρος Πετράκης, 3.11.2013
Το φωτογραφικό υλικό προέρχεται από το αρχείο της Ελίνας Κωστελέτου. Την ευχαριστώ για την γενναιόδωρη παραχώρηση του.
Θέλω να σας ευχαριστήσω όλους για τον χρόνο σας και την υπομονή σας. Ευχαριστίες για το χρόνο σας, επειδή το πλήθος των πληροφοριών που αναγράφω είναι μεγάλο. Προέρχονται όμως κατόπιν εντατικής δουλειάς και αναζήτησης – πολλές φορές και σε περισσότερες από μια πηγές, προκειμένου να εξασφαλίσω την αξιοπιστία της είδησης.
Ευχαριστίες για την υπομονή σας, γιατί οι όποιες μουσικές – τεχνικές αναλύσεις καταθέτω, οφείλονται στο κριτήριο του μουσικού που με ακολουθεί χρόνια τώρα – ας με συγχωρέσουν λοιπόν αυτοί που ενδεχόμενα να κουράστηκαν από αυτήν μου την ιδιότητα.
Και εις άλλα με υγεία!!
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου