Βαγγέλης Κορακάκης – Ο «ευγενής» φιλόσοφος
Πολλοί ίσως απορήσουν με τον τίτλο του άρθρου ή ακόμη και να σπεύσουν να κρίνουν την εν λόγω παρομοίωση ως υπερβολική ή άστοχη. «Τι σχέση έχει η ευγένεια με τη φιλοσοφία» θα αναρωτηθεί κάποιος ή «γιατί θα πρέπει ένας φιλόσοφος να είναι απαραίτητα και ευγενής; Και από την άλλη, τι ορίζεται εν τέλει ως φιλοσοφία και τι ως ευγένεια;»
ταβέρνα "Γεντί", Θεσσαλονίκη, 16/9/2022 |
«Μη μιλάς
μες στη μιζέρια περί ήθους και τιμής» έλεγε ο Άκης Πάνου στο «Φέρε» που ερμήνευσε ο Γιώργος Νταλάρας το
1982. Και, αναλογιζόμενοι σε βάθος την αλήθεια αυτής της κουβέντας, αυτομάτως κλονίζονται
μέσα μας οι επιταγές που πορεύουν τις κοινωνίες μας στα χρόνια.
Το ερώτημα του αναγνώστη τώρα αλλάζει: «Επομένως
δεν έχουν αντίκρισμα οι ορολογίες, δεν υφίστανται αξίες; Και αν ναι, τότε πως μπορείς να αποκαλείς κάποιον ευγενή ή φιλόσοφο, εφόσον αυτές οι αξίες δεν υπάρχουν;»
Η συλλογιστική μου έχει ως αφετηρία την
πεποίθηση πως οι τίτλοι δεν ταιριάζουν στους ανθρώπους. Πέρα από το γεγονός πως
για κάποιους μπορεί να είναι άβολοι ή και δύσκολοι στο να τους διαχειριστούν, οι
τίτλοι υπονοούν διακρίσεις και, στα δικά μου μάτια, αυτή η διαδικασία προκρίνει
(άδολα ή όχι είναι ένα άλλο, μεγάλο ζήτημα) την κατηγοριοποίηση μεταξύ των
ανθρώπων – γεγονός που αντιβαίνει στην αίσθηση περί διακαίου ή ισότητας. Και
από την άλλη, αυτή η προοπτική/πιθανότητα της μιζέριας που αναφέρει ο Πάνου, τρομάζει
με τα ερωτηματικά που γεννά για το πως – και σε τι – μπορεί να μεταμορφωθεί η φύση
του ανθρώπου όταν φτάσει στο γκρεμό – ή πέσει σε αυτόν.
Με τη θεώρηση πως το σενάριο της μιζέριας είναι μακρινό για
την πραγματικότητα μας, θα πρέπει να ξεκαθαρίσω πως δεν προκρίνω την ισοπέδωση
των αξιών, ούτε και είμαι κατά της ανάδειξης των στοιχείων εκείνων που κάνουν
έναν άνθρωπο διαφορετικό από τους άλλους. Η διαφορετικότητα όμως αυτή δεν
οφείλεται στην ανωτερότητα κάποιων ανθρώπων έναντι άλλων, αλλά στην ικανότητα
τους να αντιλαμβάνονται τα ίδια ερεθίσματα με το δικό τους τρόπο και να
παράγουν τα δικά τους αποτελέσματα. Με άλλα λόγια, μιλώ για το ταλέντο, που στον καθένα από εμάς είναι
διαφορετικό. Και έτσι, καταλήγουμε στο σημείο να στέκει μπροστά μας ένας
πλουραλισμός χαρακτήρων.
Πίσω από αυτή τη διαπίστωση, αποκαλύπτεται η ύπαρξη του (μοναδικού) τρόπου του καθενός από εμάς. Γιατί ο τρόπος μας,
μαρτυρά τη δική μας ύπαρξη και εν τέλει τη δική μας αλήθεια. Και εδώ,
εισβάλει στο μυαλό μου, σχεδόν βίαια, ο ακόλουθος στίχος του Βαγγέλη Κορακάκη:
Επομένως ο όρος «ευγενής φιλόσοφος» δεν αποδίδεται
ως τίτλος ή ταμπέλα διακριτική. Απευθύνεται στον τρόπο του καθενός – και στην προκειμένη
περίπτωση, στον τρόπο του Βαγγέλη Κορακάκη.
Εν αρχή ην ο Λόγος
Ένα από τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν το δικό
του τρόπο, είναι η στιχουργική του ταυτότητα. Επίτηδες δεν τον αναφέρω πρώτα ως
συνθέτη, γιατί, όπως λέει και ο Ευαγγελιστής, εν αρχή ην ο Λόγος και, παρότι
μουσικός, δε μπορώ να μην αναγνωρίσω τη μοναδική του ικανότητα να ποιεί το Λόγο
στο σήμερα όπως λίγοι. Ίσως ελάχιστοι. Ίσως και μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός
χεριού.
Αυτή του η ιδιότητα δεν αποτελεί μειονέκτημα. Μπορεί να φαίνεται παρωχημένος, παλαιομοδίτης ή και εκτός κλίματος, μπροστά στους μουσικούς μας καιρούς που προτιμούν τους εύκολους στίχους, για να απομνημονεύονται εύκολα και να τρυπώνουν με το πρώτο στα στόματα των ακροατών. Ο Κορακάκης ξεφεύγει από αυτή τη μέγγενη, «πηδάει τη μάντρα» που χτίζουν οι διαχειριστές του μουσικού προϊόντος προκειμένου να το ελέγχουν και βουτάει στο Λόγο με λέξεις όχι φανταχτερές ή υπερβολικές, αλλά ουσιαστικές, με νοήματα που, από το πρώτο τους κιόλας άκουσμα, σε καθίζουν, με την βοήθεια και της μουσικής του βέβαια, να προσέξεις το τι θέλει να πει. Και τότε ανακαλύπτεις, ένα μέρος τουλάχιστον, αυτού του μεγαλείου:
Μέ τό φανέρωμα τῆς πρώτης ἡλιαχτίδας
κάτι γεννιέται πού τή λύτρωση γυρεύει
ἔτη φωτός πού ταξιδεύει και παλεύει
μέ τήν ὀσμή τοῦ κεραυνοῦ καί τῆς ἐλπίδας.
Γίνεται κάμπος νέας γῆς εὐτυχισμένης
σάν τήν ἀνάπαυση χρησμοῦ τῆς θείας δίκης
στήνουν βασίλειο τοῦ πόθου καί τῆς νίκης
γενιές στά τρίκορφα βουνά τῆς οἰκουμένης.
Κάτι πού ἔχει τήν ἠχώ ἀπ' το τριζόνι
ὅπως ἡ ἄδολη σιωπή ἀπ' το καντήλι
μέ ἀνοιξιάτικο μανδύα χαμομήλι
κάτι γεννιέται, κάτι φτάνει καί ριζώνει.
--> Άδολη σιωπή
To εξώφυλλο του δίσκου "Άδολη σιωπή", 2021 |
Μιλώντας ως απλός ακροατής, μουσικός και
λάτρης του λόγου, θεωρώ πως,
πέραν του δημιουργού, κανείς δεν έχει την πολυτέλεια να ερμηνεύσει στο απόλυτο
το τι νοήματα κρύβουν οι, εν προκειμένω, συγκεκριμένοι στίχοι, γιατί ο καθένας μας
αντιλαμβάνεται την ουσία σύμφωνα με τα δικά του βιώματα και τις δικές του σκέψεις.
Αυτή η διαδικασία μπορεί να οδηγεί την ερμηνεία σε διαφορετικά κάθε φορά
αποτελέσματα και ενδεχομένως να καταλήγει εκεί που δεν φανταζόταν – ή δεν
αποσκοπούσε – ο στιχουργός. Αυτό όμως συμβαίνει με όλα τα μεγάλα τραγούδια που
έχουν κάτι να πουν.
Το σημαντικό είναι πως δημιουργοί σαν τον
Κορακάκη βάζουν τον (κακά τα ψέματα) συνειδητοποιημένο ακροατή να αναζητήσει τι
είναι αυτό που ακούει. Και να ερμηνεύσει με το δικό του τρόπο το τι σηματοδοτεί
η «πρώτη ηλιαχτίδα» ή ποια είναι αυτή
η «άδολη σιωπή» και τι κρύβει από
πίσω της, πέρα από την έντονη εικόνα που περιγράφει.
Η «Άδολη σιωπή», ως δίσκος στο σύνολο του και στα
δικά μου μουσικά μέτρα, είναι ένα σημείο καμπής στην καλλιτεχνική του πορεία,
όπου με όχημα το στίχο και καπετάνιο τη μουσική περνάει στο επόμενο επίπεδο.
Ίσως αυτή η εξέλιξη να οφείλεται στην ωρίμανση του καλλιτέχνη που έρχεται με τα
χρόνια και αντιλαμβάνεται τα πράγματα με άλλο τρόπο, ίσως πάλι να είναι απλά μια
(ακόμη) καλή του στιγμή.
Ενδεχόμενα κάποιοι να θεωρήσουν ως επιτηδευμένη αυτήν τη στιχούργικη άποψη. Είμαι σίγουρος πως δεν γίνεται επειδή αρέσκεται να γράφει «δύσκολα», ούτε γιατί θέλει να εντυπωσιάσει το κοινό με τη δυνατότητά του να γράφει πυκνά. Άλλωστε μας έχει αποδείξει πως μπορεί να δώσει μεγάλα νοήματα και με τις πιο απλές λέξεις:
Η ελπίδα μας χαμένη
και η μοίρα μας γραμμένη στου διαβόλου το κιτάπι
να του βγει το μάτι
Αν μη τι άλλο, αυτή η απλότητα δε συνιστά φιλοσοφία;
Σε ό,τι αφορά τον πρώτο όρο του τίτλου, αξιοσημείωτο είναι ότι καταθέτει τις στιχουργικές του ενστάσεις και δική του οπτική, ενδεδυμένος ένα μανδύα ευγένειας. Δε βωμολοχεί, δε βρίζει, ούτε ειρωνεύεται. Πιστεύει στην δύναμη των λέξεων και λέει αυτό που θέλει να πει με μια πραότητα, που έχει τόση σιγουριά που γίνεται πίστη βαθιά – και η αίσθηση μου αυτή, προεκταμένη, τείνει κάποιες στιγμές να αγγίζει τα όρια του θείου. Η περιφρόνηση του Χάρου συνηγορεί σε αυτή την ερμηνεία:
Πάντοτε αναρωτιόμουν (και αναρωτιέμαι) αν αυτές οι αναζητήσεις έχουν τελικά νόημα στην εποχή μας ή μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο συζήτησης με άλλους ανθρώπους. Γνωρίζω όμως ότι στη ζωή μας έχουν θέση πράγματα που μας ωθούν σε ένα ξοδεμα ψυχής, που μας «αναγκάζουν» να αναλωθούμε σε ένα βαθύτερο στοχασμό. Και μόνο αυτή η διαδικασία, δείχνει πως προσπάθειες σαν του Κορακάκη (και άλλων δημιουργών, ας μην αδικώ) έχουν τη δική τους θέση στον καιρό μας – και την ψυχή μας.
Ρε - Λα - Ρε
Μόνο τυχαίες δεν είναι οι νότες της κεφαλίδας. Είναι οι (δυο) νότες που παίζονται στο τρίχορδο μπουζούκι, χωρίς να χρησιμοποιείς το αριστερό σου χέρι (ο αριστερόχειρας Βασίλης Κορακάκης ίσως ξινίζει το πρόσωπο του τώρα, αλλά αναφέρομαι στους δεξιόχειρες που κρατούν την πένα με το δεξί τους χέρι). Είναι τα τέλια του μπουζουκιού που τόσο θάμπωσαν τα παιδικά μάτια του Βαγγέλη, που είπε «αυτό θέλω, αυτό αγαπώ να κάνω!»
Το ταλέντο του το δούλεψε πολύ για να καρποφορήσει. Ο ίδιος εκμυστηρεύεται πως έπεσε με τα μούτρα στο «διάβασμα» και αυτό φαίνεται από τις πολύτροπες μελωδίες του, αλλά και από την ευκολία με την οποία «σκάβει» την ταστιέρα του μπουζουκιού του. Βλέποντας τον κανείς σκυμμένο στο οργανάκι του, φαίνεται να «χάνεται» στις νότες που παίζει, ενώ με τα κλειστά του μάτια ταξιδεύει στις εικόνες που σχηματίζουν στο μυαλό του οι στίχοι του. Η εικόνα του να τραγουδά το «Χωματόδρομο» μπροστά στα μάτια μου στo «Γεντί», στα Κάστρα της Θεσαλονίκης, έχει χαραχτεί για τα καλά μέσα μου. Θαρρείς και είχε αφήσει εκείνη τη στιγμή και είχε μεταφερθεί στην παιδική του ηλικία:
Δε θυμάμαι πότε ήταν η πρώτη φορά που άκουσα τραγούδι του Βαγγέλη Κορακάκη. Αυτό συνέβη, όχι γιατί δε μου έκανε εντύπωση κάποιο τραγούδι του – απεναντίας, οι δημιουργίες του βρίθουν πρωτοτυπίας και φαντασίας – αλλά γιατί τα τραγούδια του πέρασαν στη μουσική μου βιβλιοθήκη δίχως να επιδιώξω συνειδητά την ένταξή τους. Εισχώρησαν ακάλεστα στο μουσικό μου κόσμο και μπλέχτηκαν με μεγάλη ευκολία με τα ακούσματα μου, όπως εισχωρεί το αεράκι στη φυλλωσιά των δέντρων. Και όταν αναζήτησα την πρώτη φορά το δημιουργό τους, εντυπωσιάστηκα που άκουσα ένα μη δημοφιλές όνομα.
Τα πονήματά του, παρότι δημιουργήματα του
σήμερα, θαρρείς πως έρχονται από το παρελθόν. Κάποιες στιγμές, μοιάζει να ακούς τραγούδια της
δεκαετίας του 60 ή του 70, που έμειναν στα «ράφια» των δισκογραφικών εταιριών
και μόλις σήμερα βρήκαν την ευκαιρία να το σκάσουν από τις δισκογραφικές και να
αναδυθούν στο παρόν. Αυτό μόνο κακό δεν είναι, αφού αυτή η ιδιότητα γεννά στον (συνειδητοποιημένο πάντα) ακροατή μια οικειότητα με το υλικό. Όταν ξεκινήσουν οι πρώτες νότες, νιώθεις πως ακούς
κάτι που είχες ξανακούσει παιδί ή πως βρήκες στα χέρια σου ένα δίσκο του πατέρα
σου που ακούγατε μαζί. Και αυτή η αίσθηση, βάζει αμέσως στην καρδιά σου τον
δημιουργό.
Σύμφωνα με τον ίδιο τον Κορακάκη, ο
καλλιτεχνικός του δαίμων και άγγελος, ήταν ο… Άγγελος Σφακιανάκης. Ο τελευταίος,
ακούγοντας το 1985 στο δίσκο "Στρατόπεδα και πλοία" τα πρώτα
συνθετικά δείγματα του Κορακάκη, του ζήτησε να μπει στη διαδικασία να γράψει
ένα δίσκο. Από εκείνη τη στιγμή ξεκινά και επισήμως το ταξίδι, με πρώτη στάση
το 1988 και τους «Άρχοντες». Με
προεξέχοντα τα «Πρώτο φθινόπωρο», τη «Σκέψη της τρελής» και το «Έρχονται βράδια»,
το νερό μπαίνει αμέσως στο αυλάκι.
Ακολουθεί μια συνοπτική καταγραφή της δισκογραφίας
του, τόσο με προσωπικές, όσο και συμμετοχικές παρουσίες:
1985: Σε στρατόπεδα και πλοία [3 τραγούδια, μόνο
μουσική, σε στίχους Τάσου Σαμαρτζή]
1988: Οι Άρχοντες
1991: Μαθήματα πατριδογνωσίας (συμμετοχή με 1 τραγούδι)
1992: Μπουζουξήδες με πυξίδες
1993: Αντίθετη πορεία (συμμετοχή με 2 τραγούδια)
1993: Λαύριο
1995: Πικρό Φιλί
1996: Εκεί που σβήνει ο άνεμος
1998: Του έρωτα και της φυγής (συμμετοχή με 7 τραγούδια)
1998: Φυσάει τρελός βοριάς (συμμετοχή με 6 τραγούδια)
2000: Στη φωτιά να ρίχνεις μέλι (συμμετοχή με 1
τραγούδι)
2002: Κρύπτη
2002: Μικρός Απρίλης
2003: 13 Λαϊκά Γλυκοσέρτικα (συμμετοχή με 1 τραγούδι)
2003: Λαϊκά με συστάσεις (συμμετοχή με 1 τραγούδι)
2004: Απ’την αγάπη γυρίζω μόνος
2004: Το Βέλος
2005: 12 σολίστες μία φωνή (συμμετοχή με 1 τραγούδι)
2006: Λαύριο (Digital Remastering)
2006: Γλυκοχαράματα
2007: Ο Βαγγέλης Κορακάκης στη Μαγιοπούλα
2007: Δεξιοτέχνες και ερμηνείες 2 - Κώστας
Καλαφάτης (συμμετοχή με 3 τραγούδια)
2008: Πράγματα απλά (συμμετοχή με το τραγούδι "Στον άδικο το
δρόμο μου" που ερμηνεύει ο Σπύρος Πατράς)
2009: Λεβέντικες καρδιές
2010: Ο Σεβντάς (συμμετοχή με 1 τραγούδι)
2010: Παγίδα η νοσταλγία (συμμετοχή με 1 τραγούδι)
2012: Χωματόδρομος
2016: Θαλασσινά Παλάτια
2021: Άδολη σιωπή
Ακούγοντας τη δισκογραφία του στο σύνολο της, αντιλαμβάνεται κανείς πως μέσα του κουβαλάει ακέραια τα μηνύματα που έχει περάσει στο λαό το λαϊκό τραγούδι, ενώ είναι γνώστης και λαμπαδηδρόμος του τρόπου με τον οποίο το αξιοποίησαν οι μεγάλοι συνθέτες του παρελθόντος. Και έτσι, με τα βιώματά του και έχοντας στο μυαλό του ολόκληρη την ιστορία του λαϊκού τραγουδιού, «γράφει πάρτες», βγαίνει στο σανίδι και δίνεται ψυχή τε και σώματι. Το γεγονός ότι δεν είναι τραγουδιστής ώστε να επιδιώκει την προβολή και την επικαιρότητα, τον απαλλάσσει από το άγχος αυτής της δέσμευσης και έτσι μπορεί απερίσπαστος να ασχοληθεί με τα δικά του. Όντας ανεξάρτητος δημιουργός, με την έννοια ότι δεν βασίζεται σε άλλους για να βρει μελωδίες ή στίχους και να φτιάξει τραγούδια, γράφει όποτε τα ερεθίσματα, κοινωνικά ή μη, ενοχλούν τις κεραίες του. Αυτό σημαίνει πως συνθέτει βιωματικά τραγούδια, γεγονός που ερμηνεύεται πως αναλώνονται στην αλήθεια. Και αυτή η εξέλιξη καθιστά τα τραγούδια αυτά κτήμα όλων.
Μπορεί να εικάσει κανείς πως η τάση του προς τη σύνθεση προήλθε από την αντιμαχία των βιωματικών του ακουσμάτων, που κυριαρχούν στο μουσικό του υποσυνείδητο και της ικανότητας του να γεννά μελωδίες, που κοχλάζουν στο μυαλό του. Παρόλο που αυτός ο (άτυπος) ανταγωνισμός είναι ένα από τα βασικότερα αίτια αυτής της δημιουργικότητας, είναι δύσκολο – ή και άδικο – να στηρίξουμε αυτήν την ικανότητα πάνω σε αυτόν τον ανταγωνισμό. Γιατί τότε η συζήτηση μεταφέρεται στο αν η τάση του να συνθέτει είναι το αβγό και ο εσωτερικός του ανταγωνισμός η κότα. Το μόνο σίγουρο, είναι πως οι δυο αυτές παράμετροι βαδίζουν παράλληλα και εμείς είμαστε οι κοινωνοί αυτής της πορείας.
Δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος για την κατακλείδα αυτής αναφοράς από
το ανατρέξω στην αρχή του κειμένου και τον Άκη Πάνου, ο οποίος, προλογίζοντας
το «Θέλω να τα πω», είχε πει στο οπισθόφυλλο του δίσκου πως «τραγικό είναι να σε δέχονται χωρίς να σε
καταλαβαίνουν»
Έχω την βεβαιότητα πως ο Βαγγέλης Κορακάκης, έχει την τύχη να τον
αποδέχεται ο κόσμος ακριβώς γιατί τον καταλαβαίνει.
Πηγή φωτό, βίντεο: Λαϊκό γλέντι με τον Βαγγέλη Κορακάκη στο «Γεντί» της Σαλονίκης
Υ.γ. ευχαριστώ το φίλο μου Θανάση Γιώγλου που με τίμησε καλώντας με στο γλέντι του "Γεντί"... είναι άλλο πράγμα να ακούς από τρίτους το τι εστί ένας καλλιτέχνης που αγαπάς και άλλο να έχεις την τύχη να τον συναντάς από κοντά. Θανάση ευχαριστώ - γενικώς!
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου