Ένα από τα πιο εμβληματικά κείμενα όλων των εποχών, στην δική μου κρίση, παραμένουν οι «Επτά Στύλοι της Σοφίας», του Τ. Ε. Lawrence (1888 – 1935), γνωστού και ως «Λώρενς της Αραβίας». Στις 900 περίπου σελίδες του βιβλίου (μια μικρή αναφορά στο βιβλίο, εδώ), ο Ουαλός συγγραφέας καταγράφει την στρατιωτική του δράση ενάντια των Τούρκων στην Μέση Ανατολή, συνεπικουρούμενος από τις νομαδικές φυλές των Αράβων και των Βεδουίνων, που ζούσαν και δρούσαν στην περιοχή. Το βιβλίο έχει μοναδική γραφή, πληρέστατες περιγραφές προσώπων, ιστορικών γεγονότων, τοπίων, καταιγιστική δράση και μια οπτική ματιά που, με μικρές μόνο αλλαγές στο πέρασμα του χρόνου, φωτογραφίζει την Μέση Ανατολή του σήμερα.
Ποιος ήταν ο Lawrence;
Γεννήθηκε στο Tremadoc της Βόρειας Ουαλίας το 1888, σπούδασε στην Οξφόρδη κλασικές γλώσσες, αρχαιολογία και μεσαιωνική ιστορία. Στα 21 του ανακαλύπτει τον Αραβικό κόσμο όταν, στα πλαίσια της διατριβής του, διένυσε ένα ταξίδι 1800 χιλιομέτρων στη Συρία και την Παλαιστίνη μελετώντας τα κάστρα των Σταυροφόρων και χαρτογραφώντας το Σινά.
Στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, εντάχθηκε στην Intelligence service και την τοπογραφική υπηρεσία του Καΐρου. Η προγενέστερη εμπειρία του θεωρήθηκε προσόν από τους ανωτέρους του, που αποφάσισαν να τον στείλουν, τον Οκτώβριο του 1916, στην Τζέντα, πλάι στον πρίγκηπα Feisal (μετέπειτα βασιλιά του Ιράκ), ώστε να εκτιμήσει την εμπόλεμη κατάσταση. Οι Άγγλοι, καθώς πολεμούσαν ήδη κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, είχαν στο πλευρό τους τις ντόπιες αραβικές δυνάμεις, ένα σύνολο όμως άτακτων στρατιωτικών σωμάτων, που δεν ήταν τόσο αποτελεσματικό όσο θα επιθυμούσαν. Στον Feisal, ο Lawrence εκμυστηρεύτηκε το όραμα του για την δημιουργία ενός ανεξάρτητου αραβικού κράτους, που θα περιλάμβανε το Ιράκ, τη Συρία, την Ιορδανία, το Λίβανο, το Ισραήλ και την αραβική χερσόνησο. Παρόλο που το αφήγημα του Lawrence δεν συνδεόταν με τα όσα σχεδίαζαν οι Βρετανοί στην περιοχή, εντούτοις έκανε θετική εντύπωση στον Feisal, ο οποίος του έδειξε μεγάλη εμπιστοσύνη, χρίζοντάς τον άτυπο σύμβουλό του. Στο όνομα αυτού του οράματος, οι Άραβες, με καθοδηγητή τον ίδιο τον Lawrence που προμηθευόταν όπλα και χρήματα από τους Βρετανούς, πέτυχαν σπουδαίες νίκες (κατάληψη Μεδίνας, Άκαμπα, Δαμασκού, πλήγματα στο σιδηρόδρομο - οξυγόνο για την Οθωμανική Αυτοκρατορία - της Χετζάζης κ.α.).
Το όραμα του Lawrence βέβαια δεν εκπληρώθηκε ποτέ. Και όταν η περιοχή, με τις υπογραφές των πρέσβεων Sikes και Picot χωρίστηκε σε ζώνες Αγγλικής και Γαλλικής επιρροής, ο Lawrence απογοητεύτηκε, ζητώντας να αποσυρθεί και να επιστρέψει στην Βρετανία. Εκεί, μακριά από όλους και από όλα, ξεκίνησε να γράφει τα απομνημονεύματα της εμπειρίας του, πραγματοποιώντας μια πρώτη έκδοση το 1926.
Σκοτώθηκε στα 46 του, όταν ενεπλάκη σε ατύχημα με τη μοτοσικλέτα του.
Γιατί ο Lawrence;
Η δράση του Lawrence θεωρήθηκε προδοτική από τους Βρετανούς ανωτέρους του. Έδωσε υποσχέσεις που δεν είχε την αρμοδιότητα να το κάνει. Κατέλαβε την Άκαμπα δίχως να έχει πάρει εντολή για κάτι τέτοιο. Συμβούλευε τον Feisal, αγνοώντας τη Βρετανική γεωπολιτική και διπλωματία που εφαρμοζόταν στην περιοχή. Από την άλλη, οι Άραβες αισθάνθηκαν εξαπατημένοι. Πολέμησαν στο όνομα ενός οράματος κράτους που δεν απέκτησαν ποτέ. Αγωνίστηκαν, έχοντας ως εχέγγυο μονάχα υποσχέσεις. Ο Lawrence θεωρήθηκε ο κύριος υπαίτιος μιας εκατέρωθεν πλεκτάνης. Έδρασε αυτόβουλα ή η δράση του ήταν προϊόν διαταγών; Διέβλεψε πως είχε την μοναδική ευκαιρία να δοξαστεί όσο λίγοι και πούλησε την πατρίδα του ή, λειτουργώντας ως πράκτορας, υπηρέτησε τα σχέδια του Αγγλικού Στέμματος, τραβώντας την κρίσιμη στιγμή, το χάλι κάτω από τα πόδια των Αράβων;
Για τον Lawrence, η Αγγλία παραμένει η μεγάλη αυτοκρατορία, όμως, πολλές φορές μέσα στο βιβλίο του, αναγνωρίζει την σπουδαιότητα των Αράβων και του μακραίωνου πολιτισμού τους. Αναφέρεται με κολακευτικά λόγια στους Άραβες συναγωνιστές του, από τον πιο ασήμαντο έως και τον πιο σημαντικό. Στα γραπτά του, αναφέρει πως λειτούργησε αυτόβουλα και πως, θέλοντας να ξεπεράσει τα γεωγραφικά σύνορα που τον πίεζαν, επιχείρησε να αποκαταστήσει, με τα δικά του μέτρα, την δικαιοσύνη.
Ο Lawrence, ακόμη και σήμερα, παραμένει ο άνθρωπος – αίνιγμα: ήταν λάτρης της φήμης και της δόξας ή ένας ονειροπόλος του οποίου τις βλέψεις καταστρατήγησε η ίδια η ζωή; Αν λάτρευε τη δόξα, γιατί απαρνήθηκε τις τιμές που του έγιναν; Ήταν τυχοδιώκτης ή πράκτορας; Ήρωας ή απατεώνας; Μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε. Σίγουρα λειτούργησε υπό τις εντολές των ανωτέρων του. Ήταν Αξιωματικός του Βρετανικού Στρατού. Πώς όμως δικαιολογούνται οι πρωτοβουλίες που έπαιρνε, ειδικά όταν αυτές ερχόταν κόντρα στο διπλωματικό παρασκήνιο, που καθόρισε τις σφαίρες επιρροής στη Μέση Ανατολή; Ίσως τελικά να έπεσε θύμα των ενδοσκοπήσεων του, ένα θύμα της πάλης των «θέλω» του και των «πρέπει» του. Ένα θύμα του αιώνιου αγώνα, εκείνης της ατελούς μάχης του εαυτού με το ίδιο του το εγώ. Όπως και να έχει, παραμένει συναρπαστικός.
Το βιβλίο (εκδόσεις Εστία, ΙSBN: 978-960-05-0118-6) σήμερα είναι εξαντλημένο. Παρόλα αυτά, αν κάποιος… βιβλιοφάγος το βρει, έστω και από δεύτερο χέρι, θα του πρότεινα να το αποκτήσει. Διαφορετικά, μπορεί να αποκομίσει μια γνώμη από την υπέροχη ταινία του sir David Lean «Lawrence of Arabia»(http://www.imdb.com/title/tt0056172/), η οποία έκανε πρεμιέρα στις κινηματογραφικές αίθουσες το μακρινό 1962.
Φιλμάροντας το… έπος
Το 2012, συμπληρώθηκαν 70 χρόνια από την πρώτη κυκλοφορία της ταινίας. Στο εξωτερικό κυκλοφόρησε μια επετειακή, συλλεκτική επανέκδοση, η οποία διατέθηκε στο εμπόριο σε λίγα κομμάτια και έφερε, σε μια ομολογουμένως εντυπωσιακή συσκευασία, την εκ νέου ψηφιοποίηση του φιλμ σε ανάλυση 4Κ, ένα ένθετο λεύκωμα 90 σελίδων, δυο επιπλέον δισκάκια με πλούσιο πληροφοριακό υλικό και ένα cd με το soundtrack της ταινίας.
Η ταινία αποτελεί ένα αριστούργημα του παγκόσμιου κινηματογράφου. Προτάθηκε για 10 Όσκαρ, κέρδισε τα 7 (Καλύτερης Ταινίας, Σκηνοθεσίας, Μουσικής επένδυσης, Φωτογραφίας, Σκηνικών/σκηνογραφίας, Ήχου και Μοντάζ). Μεγαλειώδες καστ, υπερπληθώρα κομπάρσων, χιλιάδες άλογα και καμήλες, ανεξάντλητα φυσικά τοπία, ένας αξιομνημόνευτος πρωταγωνιστικός χαρακτήρας, ένα λαμπρά διασκευασμένο σενάριο και μια αξέχαστη μουσική είναι μόνο μερικά από τα χαρακτηριστικά της ταινίας που εξακολουθούν να συναρπάζουν. Παρόλο το μεγάλο της διάρκειας – 3 ώρες και 45 λεπτά – δεν μπορείς να μην εκστασιάζεσαι από τον τρόπο με τον οποίο ο σκηνοθέτης sirDavid Lean απλώνει το σενάριο, συμμαχώντας με τα καλλιτεχνικά μεγέθη των O’ Toole, Sharif, Quinn, Guiness και άλλων.
Για τον O’ Toole δεν χρειάζονται συστάσεις. Επιλέγεται από τον Lean, ύστερα από τις αποτυχημένες προσεγγίσεις τωνAlbert Finney, Marlon Brando και Anthony Perkins, που δεν ευοδώθηκαν για διάφορους λόγους. Ένας θεατρικός, σαιξπηρικός ηθοποιός, ο οποίος, όντας μόλις 30 ετών και άγνωστος κινηματογραφικά, πρωταγωνιστεί ίσως στον καλύτερο, αλλά σίγουρα στον σπουδαιότερο ρόλο της καριέρας του (υπάρχουν βέβαια και άλλες αξιόλογες στιγμές, όπως το «Becket» του 1964, το «The Lion in Winter» του 1968 ή το «The Night of the Generals» του 1967). Όμως στο «Lawrence of Arabia» ξεπερνά τον εαυτό του. Γίνεται σουπερστάρ. Η ερμηνεία του, γιγαντώνει το αμφίσημο του χαρακτήρα του Lawrence – ο Lean δεν θέλησε να δώσει χαρακτηριστικά κατασκόπου ή προδότη στον ήρωα του. Εξ’ ου και η απρόσωπη φιγούρα η οποία κοσμούσε το πόστερ της ταινίας, που, βλέποντας την κανείς, γεννάται το ερώτημα: «ποιος είναι ο Lawrence»; Για την ερμηνευτική του δεινότητα, ο O’Toole προτάθηκε, για πρώτη φορά στην καριέρα του, για το βραβείο Όσκαρ Α’ ανδρικού ρόλου (το έχασε από τον εξίσου μοναδικό Gregory Peck στο «To Kill a Mockingbird»). Συνολικά προτάθηκε 8 φορές για το Όσκαρ ερμηνείας, χωρίς ωστόσο να κερδίσει κανένα. Η Ακαδημία του απέδωσε ένα τιμητικό βραβείο το 2003.
Η ταινία γυρίστηκε σε φιλμ Super Panavision των 70 χιλιοστών. Η πράγματι ευρεία λήψη των πλάνων δίνει μια διαφορετική αίσθηση στη φυσική διάσταση των προσώπων και των τοπίων. Οι μεγάλοι όγκοι των στρατιωτών χάνονται στο τοπίο της ερήμου, ενώ τα κοντινά πλάνα εμφανίζουν τους χαρακτήρες αισθητά μεγαλύτερους. Γεγονός πάντως είναι πως οι κάμερες των 70 χιλιοστών απεικονίζουν την πραγματικότητα με μια μεγαλοπρέπεια και μια αποτελεσματικότητα, ώστε να μην κρύβουν το παραμικρό από την φυσικότητα των τοπίων και των προσώπων.
Η μεγαλοσύνη των πλάνων βοηθάται όμως και από τα εξωτερικά γυρίσματα. Ο Lean δεν εγκλωβίζεται στα στούντιο, αλλά εφορμά στην Ιορδανία και το Wadi Rum για να αποδώσει στον πραγματικό της χώρο τις κατασκηνώσεις των Βεδουίνων, ταξιδεύει στις ερήμους του Μαρόκο, αξιοποιεί κλασικά κτίσματα στην Ανδαλουσία, το Λονδίνο και την Ουαλία, ενώ ανακατασκευάζει μια ολόκληρη πόλη στην Αλμερία της Ισπανίας, ώστε να την συνδέσει με την Άκαμπα, την πόλη – κλειδί της Ιορδανίας, που βρίσκεται στο μυχό της Ερυθράς θάλασσας και αποτελεί το μοναδικό της λιμάνι της χώρας.
Και σαν να μην έφτανε αυτό, γυρίζει σκηνές όπου δεν επιδέχονται επανάληψης: η ανατίναξη ενός συρμού τρένου εν κινήσει είναι από μόνο του ένα μοναδικό επίτευγμα. Σήμερα αρκούν λίγα ψηφιακά εφέ σε έναν υπολογιστή για ένα καλύτερο, όσο και φθηνότερο αποτέλεσμα. Τότε όμως τα πάντα γινόταν από το μηδέν και σε πραγματικό χώρο και χρόνο, με τεράστιο κόστος και όχι πάντοτε με το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα.
Μοναδικής έμπνευσης επίσης, είναι και η πρώτη εμφάνιση του Omar Sharif στην ταινία, όπου εμφανίζεται μέσα από τον αντικατοπτρισμό της ερήμου στον ορίζοντα. Ο Lean τοποθέτησε στο έδαφος κομμάτια μαύρου άνθρακα, δημιουργώντας έτσι ένα λεπτό μονοπάτι, που κατευθύνει τα μάτια του θεατή στο να παρακολουθήσουν την φιγούρα του Sharif, καθώς αναδυόταν στον ορίζοντα. Η σκηνή γυρίστηκε μονομιάς, με φακό 450 χιλιοστών. Ο Sharifτοποθετήθηκε σε απόσταση 400 μέτρων από την κάμερα, με την εντολή να ιππεύει με την καμήλα του προς το φακό.
Για τις ανάγκες των γυρισμάτων, δημιουργήθηκαν 3 κατασκηνώσεις: το «Horizon 1» που βρισκόταν στο Αμμάν της Ιορδανίας, το «Horizon 2» στην Ερυθρά θάλασσα και το «Horizon 3», τοποθετημένο μεταξύ των ερήμων Jebel Tubeiq, AlJafr και Wadi Rumm. Στο Horizon 3 οι συνθήκες διαβίωσης ήταν δύσκολες. Η θερμοκρασία ξεπερνούσε τους 50 βαθμούς Κελσίου. Δεν υπήρχε πόσιμο νερό και έτσι επιστρατευόταν ένα τάνκερ χωρητικότητας 2500 γαλονιών (περίπου 10.000 λίτρων), που ταξίδευε 250 χιλιόμετρα, με κόστος 3 δολάρια ανά γαλόνι. Φρέσκια τροφή ερχόταν από την Ιερουσαλήμ ή την Βηρυτό, ενώ γκουρμέ πιάτα ερχόταν απευθείας από το Λονδίνο και την Κοπεγχάγη.
Τα γυρίσματα ξεκίνησαν στις 15 Μαΐου του 1961, σε μια περιοχή κοντά στα σύνορα Ιορδανίας και Σαουδικής Αραβίας και ολοκληρώθηκαν το Σεπτέμβρη του 1962.
Στα… άδυτα των τεχνικών λεπτομερειών
Η ταινία «χτυπήθηκε» σε αρνητικό των 70 χιλιοστών και τυπώθηκε σε αρνητικό των 65 χιλιοστών, αφήνοντας τον υπόλοιπο χώρο για το soundtrack. Ο λόγος μήκους/πλάτους (κοινώς… aspect ratio) διαμορφώθηκε στο 2.20:1. Η συλλεκτική επανέκδοση της ταινίας, που τυπώθηκε σε Blu-ray και σε ανάλυση 1080p, διατηρεί αυτή την αναλογία.
Για να φτάσουμε όμως στην έκδοση του 2012, έπρεπε να ξεπεραστούν πολλά εμπόδια. To 1962, η γενική πρακτική για την εξασφάλιση καλύτερης ποιότητας εικόνας στα φιλμ των 70 χιλιοστών, ήταν η εκτύπωση των αρνητικών της ταινίας. Το γεγονός αυτό επέφερε μεγάλες ποσότητες φθοράς πάνω στο φιλμ, με αποτέλεσμα να απωλέσει αρκετή από τη φρεσκάδα του. Έπειτα, το φιλμ αποθηκευμένο σε μέσο της δεκαετίας του 1960, είχε αρχίσει ήδη από τη δεκαετία του 1980 να φθίνει και να εξασθενεί με πολύ γοργούς ρυθμούς. Αυτό σήμαινε πως η ταινία κόντευε να χαθεί εντελώς. Για… καλή μας τύχη, το 1988, το Columbia Studios ανέθεσε στον Robert A. Harris να προχωρήσει σε μια πλήρη φωτοχημική αποκατάσταση της ταινίας, η οποία είχε προγραμματιστεί να κάνει πρεμιέρα το 1989.
Με τη συμβολή των σκηνοθετών Steven Spielberg και Martin Scorcese αλλά και του συντάκτη Anne V. Coates, ξεκίνησε η αναδόμηση της ταινίας, στο αυθεντικό της μάλιστα μήκος, τα 222 λεπτά. Κλήθηκαν έπειτα οι ηθοποιοί, ώστε να ξαναγράψουν γραμμές του σεναρίου που είχαν χαθεί και δημιούργησαν ένα νέο αντίτυπο, στα 70 πάλι χιλιοστά. Κατόπιν επενέβη ο ίδιος ο Lean, ο οποίος έκανε κάποιες αλλαγές που πάντα ήθελε να κάνει στην ταινία, αλλαγές οι οποίες μείωσαν τον χρόνο της ταινίας στα 218 λεπτά. Αυτή η κόπια, κυκλοφόρησε σε μορφή VHS και αργότερα σε DVD.
Όπως αναφέρθηκε ήδη, το 2012, το φιλμ υπέστη νέα επεξεργασία. Στόχος ήταν να διορθωθούν τα προβλήματα που δεν διορθώθηκαν το 1988, αλλά και εκείνα που δεν εντοπίστηκαν τότε, επειδή η τεχνολογία για να γίνει κάτι τέτοιο δεν υπήρχε. Έτσι, αποκαταστάθηκαν ρωγμές στο φιλμ και ατέλειες στο χρώμα.
Η προετοιμασία ξεκίνησε το 2010 και η επεξεργασία κράτησε πάνω από ένα χρόνο. Το αυθεντικό φιλμ, με το αρνητικό των 65mm, σκαναρίστηκε σε ανάλυση 8Κ, δημιουργώντας ένα αρχείο διάστασης 8192 x 3584 pixels. Έπειτα, η ανάλυση «έπεσε» στα 4Κ (4 φορές την ανάλυση του high definition).
Η παρούσα ανάλυση ήταν αρκετή για να φέρει στο φως λεπτομέρειες στις εικόνες που πριν δεν φαινόταν, αλλά και τη φθορά και τις ζημιές που είχε υποστεί η ταινία με τα χρόνια. Η εξασθένηση του χρώματος, η στρέβλωση του αρνητικού, οι χημικοί λεκέδες σε πολλά μέρη του φιλμ, αλλά και η αφύγρανση του, ήταν μερικοί από τους παράγοντες που επιτάχυναν τις διεργασίες για τη διάσωσή του.
Συνθέτοντας το έπος
Την επεξεργασία του φιλμ, συμπλήρωσε το remaster που έγινε στον ήχο και τη μουσική επένδυση της ταινίας. Συνθέτης του αριστουργηματικού soundtrack, ήταν ο Γαλλικής καταγωγής Maurice Jarre, ο οποίος ήταν επιλογή του ίδιου του παραγωγού, Sam Spiegel. O Spiegel, αναζητούσε ένα συνθέτη, που θα μπορούσε να μεταφράσει σε ήχο τα απέραντα τοπία του Lean, τη μοναξιά της ερήμου, τη δυναμική των μαχών και την προσωπικότητα του Lawrence. Απευθύνθηκε πρώτα στον συνθέτη του soundtrack του φιλμ «The bridge of river Kwai» Malcolm Arnold, ο οποίος όμως απέρριψε την πρόταση γιατί δεν του άρεσε το φιλμ. Επόμενη επιλογή ήταν να γράψει ο Aram Khachaturian τα αραβικά θέματα, ο Benjamin Britten να συνθέσει ένα στρατιωτικό εμβατήριο και ο Jarre να συνθέσει τα υπόλοιπα μέρη της ταινίας – Khachaturian και Britten απέρριψαν την πρόταση.
Ο Spiegel, στράφηκε στον Jarre, ζητώντας του να συνθέσει το σύνολο της μουσικής. Όταν ο τελευταίος έπαιξε στο πιάνο το θέμα των τίτλων, Spiegel και Lean ενθουσιάστηκαν. Του έδωσαν διορία έξι εβδομάδων για να συνθέσει δυο ώρες ορχηστρικής μουσικής.
Για την ηχογράφηση του υλικού, ο Spiegel προσέλαβε την «London Philharmonic Orchestra» και τον διευθυντή της, SirAndrian Boult. Με την επιλογή αυτή, ο Speigel κατάφερνε να ικανοποιηθούν κάποιοι νόμοι περί επιδοτήσεων, που απαιτούσαν ένα συγκεκριμένο ποσοστό Βρετανών στο σύνολο της παραγωγής. Όμως ο Boult, ήταν άπειρος με τις τεχνικές απαιτήσεις της διεύθυνσης ενός soundtrack και δυσκολευόταν να συγχρονίσει την διεύθυνση της ορχήστρας με τα καρέ της ταινίας. Έτσι, παρέδωσε τα ηνία της διεύθυνσης στον Jarre. Παρόλη την… απουσία του, το όνομα του Boult μπήκε κανονικά στους συντελεστές.
Ο Jarre, εξαρχής γνώριζε πως έπρεπε να αξιοποιήσει τις δυνατότητες μιας κλασικής ορχήστρας. Για να αποδώσει όμως και το μυστηριακό του φιλμ, των τοπίων αλλά και της προσωπικότητας του Lawrence, αισθανόταν πως μόνο με τη χρήση ηλεκτρικών οργάνων θα μπορούσε να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις του Spiegel. Εισήγαγε λοιπόν στις ενορχηστρώσεις του, και για πρώτη φορά στο Αμερικανικό σινεμά, το ηλεκτρονικό όργανο ondes martenot, ένα μουσικό όργανο της Γαλλικής μουσικής. Εφευρέτης του, το 1928, ήταν ο τσελίστας Maurice Martenot, ο οποίος, αφού απέκτησε εμπειρία στα ηλεκτρονικά (εργάστηκε στον τομέα των τηλεπικοινωνιών στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο), σύνδεσε τον κόσμο της μουσικής με αυτόν την τεχνολογίας, δημιουργώντας μια συσκευή η οποία, με πιο απλά λόγια, καταφέρνει να καταστήσει ακουστά τα ραδιοκύματα από το ανθρώπινο αυτί. Πολλά από τα βήματα της παραγωγικής του διαδικασίας παραμένουν άγνωστα, καθώς ο Martenot δεν θέλησε να τα μοιραστεί με κανένα. Το όργανο προτιμήθηκε από τον Jarre, γιατί έχει την ικανότητα να παράγει ένα ακουστικό εύρος που ήταν πέρα από όλα τα άλλα ακουστικά μέσα εκείνης της εποχής. Ήταν μάλιστα τόσο ιδιαίτερο, που το έπαιζαν μόνο μουσικοί που ζούσαν στη Γαλλία. Ο ήχος του, συνοδεύει τα πλάνα της ερήμου, προσθέτοντας έτσι στο μυστήριο που γεννά στις αισθήσεις η εικόνα της ερήμου.
Το γεγονός ότι ο ήχος του soundtrack είναι μονοφωνικός και όχι στερεοφωνικός, οφείλεται στο ότι η ηχογράφηση της ορχήστρας έγινε από μόλις 3 μικρόφωνα, σε ένα τρικάναλο μείκτη.
Η ταινία ηχογραφήθηκε σε εξακάναλο, στέρεο ήχο, με μια διαμόρφωση 5 μπροστινών καναλιών και ενός surround πίσω. Το 1989 η διαμόρφωση του ήχου έγινε σε Dolby Stereo 6-track surround και η επανέκδοση του 2012 σε φορμά DTS- Master Audio 5.1 surround, βασισμένο στην επεξεργασία του 1989.
Το πρόβλημα με τον ήχο είναι ότι, αυτό που έχει γραφτεί, παραμένει γραμμένο και δεν μπορεί να αναγεννηθεί. Αν η επεξεργασία της εικόνας είναι κάτι που μπορεί να επιτευχθεί, έστω και κάτω από τις συνθήκες που αναφέρθηκαν, εντούτοις ο ήχος δεν μπορεί να διορθωθεί, παρά μόνο αν ξαναγραφεί από την αρχή. Και αυτό σημαίνει ότι πρέπει να ηχογραφηθούν από την αρχή όλοι οι διάλογοι, τα ηχητικά εφέ και όλα κατέγραψαν τα μικρόφωνα κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας. Και αυτό, όπως είναι ευνόητο, ήταν αδύνατο. Έτσι, με τη βοήθεια της σύγχρονης τεχνολογίας, έγινε ένα φρεσκάρισμα του ήχου, ο οποίος αποδίδει στο κεντρικό κανάλι τους διαλόγους και χρησιμοποιεί τα κανάλια αριστερά και δεξιά για να δώσει μια αίσθηση βάθους. Οι μπάσες συχνότητες είναι εδώ, πλούσιες στα μουσικά περάσματα της ταινίας, αλλά λίγο άκομψες στις πολεμικές σκηνές, γεγονός που πρέπει να αποδοθεί στη φθορά των ετών που έχει αλλοιώσει το τελικό αποτέλεσμα και δεν θυμίζει σε τίποτε νεότερες πολεμικές παραγωγές (π.χ. «Ο Πόλεμος των άστρων» αποτελεί ένα ορόσημο, ακόμη και στα πρώτα του βήματα). Παρόλα αυτά, το DTS είναι παρών, έτοιμο να προσφέρει ένα αξιόλογο ηχητικό αποτέλεσμα. Απλά, όχι αντίστοιχο του οπτικού.
Στα υπόλοιπα της συσκευασίας, περιλαμβάνεται ένα υπέροχο σκληρόδετο βιβλίο 90 σελίδων, με κείμενα γραμμένα από τους Steven Spielberg, Leonard Maltin, Martin Scorsese και Jeremy Arnold, ενώ δημοσιεύονται φωτογραφίες από τα παρασκήνια των γυρισμάτων της ταινίας, την ημέρα της πρεμιέρας, καθώς και στιγμιότυπα από την περίοδο του remaster του 1989.
Ακόμη, διατίθεται, αριθμημένο μάλιστα, ένα αντίγραφο στιγμιότυπο από το φιλμ των 70 χιλιοστών της ταινίας, στην πραγματική του διάσταση. Κάθε συσκευασία φέρει διαφορετικό στιγμιότυπο της ταινίας.
Την έκδοση συμπληρώνουν δυο ακόμη Blu-ray δίσκοι, με συνεντεύξεις δημιουργών και ηθοποιών, ντοκιμαντέρ της εποχής για την ταινία και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες γυρίστηκε, κομμένες σκηνές οι οποίες ήταν αδύνατο να διασωθούν στο remaster του 1989 και έμειναν εκτός, καθώς και διάφορα άλλα βίντεο σχετικά με το πριν και το μετά της ταινίας. Διατίθεται επίσης το soundtrack της ταινίας σε CD, μαζί με δυο ακυκλοφόρητες συνθέσεις.
![]() |
Εικόνα 10: η συσκευασία της επετειακής έκδοσης
|
Και λοιπόν;
Ίσως αναρωτηθεί κάποιος… προς τι η αναφορά σε ένα φιλμ που κοντεύει τα… 60; Προς τι η αναφορά σε μια τόσο αμφιλεγόμενη προσωπικότητα που άφησε πίσω της ερωτηματικά και άνοιξε πληγές σε χώρες που ακόμη αιμορραγούν;
Ο «Λώρενς της Αραβίας» αποτελεί μια τομή. Έρχεται σε μια εποχή όπου ο κινηματογράφος έχει κορεστεί από τα βιβλικά έπη, τα οποία από τη δεκαετία του 1950 και εξής κατακλύζουν τη μεγάλη οθόνη, κουράζοντας κριτικούς και κοινό. Ο Spiegel κάνει το άλμα και αναζητά έναν τρόπο ώστε να τονώσει το ενδιαφέρον για τα μαμούθ φιλμ. Ένας νέος πρωταγωνιστής, ένας άριστος τεχνίτης της εικόνας και ένα πρωτότυπο σενάριο είναι τα κύρια συστατικά που κατορθώνουν να αλλάξουν το τοπίο στην κινηματογράφο και να ανανεώσουν τον ορισμό της «επικής ταινίας».
Κατά την δική μου ταπεινή γνώμη, η ταινία συμπληρώνει το βιβλίο – και το βιβλίο την ταινία. Είναι από τις πολύ λίγες περιπτώσεις όπου, η μεταφορά από το χαρτί στο πανί γίνεται με ένα τόσο όμορφο, όσο και πιστό τρόπο και για αυτό το λόγο η ταινία δεν μοιάζει ξένη σε όσους έχουν διαβάσει το βιβλίο, αλλά ούτε και το βιβλίο μοιάζει άγνωστη ποσότητα σε εκείνους που ξεκίνησαν από το φιλμ.
Όπως και να έχει, στα δικά μου μέτρα, αυτό το κινηματογραφικό αριστούργημα, που λατρεύω όσο κανένα άλλο, ξεχωρίζει στα μάτια μου, επειδή δημιουργήθηκε με φυσικό τρόπο, χωρίς ψηφιακά εφέ, χωρίς copy-paste κομπάρσους και αντικείμενα, χωρίς ψεύτικα σκηνικά και όλα τα σημερινά μέσα που καθιστούν ψεύτικες τις σημερινές παραγωγές (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων). Στα δικά μου μέτρα, παραμένει το μεγαλούργημα του παγκόσμιου κινηματογράφου. Και τα λέω όλα αυτά, χωρίς να έχω προσθέσει στα τόσα επιχειρήματά που προανέφερα, αυτό του μεγαλειώδους καστ...
Για το βιβλίο, περισσότερα εδώ: T.E. Lawrence: «Eπτά στύλοι της σοφίας»
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου