Με τον όρο "Μουσική γεωγραφία", σημαίνει πως επιχειρείται να χαρτογραφηθεί η μουσική υπόσταση ενός καλλιτέχνη μουσικού και, ει δυνατόν, να οριστούν τα πέρατα της δημιουργικότητάς του. Δεν γνωρίζω αν κατάφερα να βρω τις σωστές συντεταγμένες. Άλλωστε, οι απόπειρες αυτές, κρύβουν μια υποκειμενικότητα που, ενίοτε, βρίσκεται (ή κινδυνεύει να βρεθεί) εκτός εποχής. Αλλά πάλι, αν κάτι χαρακτηρίζει τα έργα στις εποχές, είναι αυτό: η ανακολουθία με τον τρέχοντα καιρό τους. Το μόνο, θαρρώ, που είναι διακριτό, είναι το γνήσιο του κινήτρου. Και για τον Αντώνη Βαρδή, το ερέθισμα είναι πάντοτε ειλικρινές.
![]() |
Υπάρχουν περιπτώσεις ανθρώπων που «γράφουν» στη μνήμη μας με έναν ανεξήγητο τρόπο. Στο γιατί αυτής της διαδικασίας, η επίκληση του αυθόρμητου συναισθηματισμού ως απάντηση, θα μπορούσε να τερματίσει μονομιάς τη συζήτηση. Στα δικά μου μέτρα όμως, θαρρώ πως αυτή η προσέγγιση είναι πολύ πρόχειρη και επιφανειακή, κυρίως γιατί αγνοεί την ύπαρξη κάποιων διακριτών επιπέδων αυτού του συναισθηματισμού. Επιβάλλεται επομένως μια πιο επισταμένη αναζήτηση, ώστε να διακριθούν αυτές οι ποιότητες, μιας που η σύγχυσή τους αδικεί τόσο την ίδια τους την αξία, όσο και εμάς.
Ένας από τους ανθρώπους που διακρίνεται στα δικά μου μάτια, είναι ο Αντώνης Βαρδής. Και λέω είναι, γιατί η παρουσία του στη ζωή μου υπήρξε μέσω των τραγουδιών του – και έτσι εξακολουθεί να υπάρχει. Η φυγή του μπορεί να μου στέρησε τη φυσική του παρουσία και την άμεση επαφή, επιτάχυνε όμως την ανάγκη ώστε να τον ανακαλύψω από την αρχή. Κατατίθεται επομένως μια καθόλα προσωπική, για αυτό και υποκειμενική, θέση.
Ο Βαρδής έρχεται και φεύγει σχίζοντας τη μουσική λωρίδα του χρόνου. Μπορεί να ακούγεται βαρύγδουπο, υπερβολικό ή και υπερφίαλο, αλλά τα γεγονότα μαρτυρούν μια κοινή αλήθεια: πως η καλλιτεχνική του πορεία δε βάδισε σε μια περπατημένη ρότα, δεν εξέλιξε μια υπάρχουσα κατάσταση, αλλά χάραξε μια ολότελα καινούρια. Και φυσικά, μετά από αυτόν δεν υπήρξε μια ανάλογη συνέχεια – ως τώρα τουλάχιστον.
Εύλογα θα αναζητήσει κάποιος τα πειστήρια μιας τέτοιας διαπίστωσης. Μελετώντας τον, μπορώ να φανταστώ πως το σύνολο του καλλιτεχνικού του οικοδομήματος εδράζεται σε τρεις πυλώνες: την κιθαριστική του δεξιοτεχνία, τη συνθετική του δεινότητα και την ερμηνευτική του πληρότητα. Οι πυλώνες αυτοί είναι συμμετρικά ανεπτυγμένοι, είναι της ίδιας καλαισθησίας και δυναμικής, έχουν την ίδια εκφραστικότητα και ευαισθησία και σχηματίζουν ένα ομοιογενές, ομόρροπο τρίποδο, που επιβεβαιώνει ατράνταχτα το πιο χαρακτηριστικό του προτέρημα: την ακλόνητη σταθερότητά του.
Χτίζοντας το οικοδόμημα
Ο πρώτος πυλώνας αφορά την κιθαριστική του δεξιοτεχνία, που ολοκληρώνεται ήδη από πολύ νωρίς, στα τέλη της δεκαετίας του 1960. Το αστείρευτο ταλέντο του, που του δίνει φτερά στα δάχτυλα και η ικανότητά του να αποστηθίζει τραγούδια μετά τη δεύτερη ή την τρίτη μόλις ακρόαση (δεν διάβασε ποτέ παρτιτούρα, γιατί... δεν ήξερε να διαβάζει), τον εντάσσουν με το πρώτο στην ορχήστρα του Δήμου Μούτση. Συνεργάζεται για χρόνια με το συνθέτη, αποτελώντας, κατά κάποιο τρόπο, το δεξί του χέρι. Η «Τετραλογία» που εκδίδεται το 1975, περιέχει το παίξιμο του Βαρδή – και είναι η πρώτη (θαρρώ) καταγραφή του ονόματός του, ως μουσικού, στη δισκογραφία. Η σπουδή στην ορχήστρα του Μούτση αποτελεί μεγάλο παράσημο, που τον καθιερώνει στο καλλιτεχνικό τοπίο – και κοινό – από τότε και στο εξής. Δουλεύει τόσο στο στούντιο (με Λοΐζο, Αλεξίου, Νταλάρα, Παπακωνσταντίνου κ.α.), όσο και στα πάλκα των μπουατ που ανθίζουν εκείνη την εποχή: Ζουμ, Διαγώνιος, Αρχόντισσα, Θεμέλιο, με Μούτση, Μητσιά, Νταλάρα, Πάριο, Αλεξίου, Παπακωνσταντίνου, Γαλάνη, Βίσση κ.α.
![]() |
με το Δήμο Μούτση και τη Βίκυ Μοσχολιού |
Επιβάλλεται μια στάση στο ιδιαίτερο παίξιμο του. Παίζει αποκλειστικά με πένα και μας χαρίζει πλούσια αρπίσματα και ευφάνταστα τέμπα. Το, ενίοτε γεμάτο κόντρες, ρυθμικό παίξιμο του, είναι έντονα διακριτό στα ηχογραφήματα των δίσκων και μου θυμίζει, σε παραλληλισμό και όχι σε ταύτιση, τον Al di Meola. Ο ίδιος ο Βαρδής έλεγε πως είχε επιρροές από ξένα ακούσματα (Santana, Rolling Stones κ.α.), αλλά μάλλον αναφερόταν στο μελωδικό κομμάτι και όχι το παικτικό, που δεν ταιριάζει με αυτά τα ροκ συγκροτήματα της εποχής. Η αναλυτική του παικτική ικανότητα, μαρτυρά πως υπήρχαν και από αλλού ερεθίσματα. Δεν γνωρίζω αν ο Βαρδής μελετούσε το ύφος του Meola, τα πολλά κοινά σημεία όμως στην αντίληψη του ρυθμού και η ευχέρεια την οποία είχε αποκτήσει, μαρτυρά μια εις βάθος μελέτη. Δεν σολάρει με την ταχύτητα του βιρτουόζου κιθαρίστα, στήνει όμως ένα δεξί χέρι που παίζει ολόκληρη την κιθάρα, σπάζοντας το ρυθμό με αρπίσματα και «πειραγμένα» ακόρντα, ελαττωμένες συγχορδίες, ψαγμένες δακτυλοθεσίες, συνδέσεις ανιούσες και – ενίοτε διπλές(!) – κατιούσες και ένα σολιστικό, σχεδόν ουτίστικο παίξιμο, με μπόλικο παλμό στα δάχτυλα – στοιχείο το οποίο περνά και στις μελωδίες που συνθέτει.
Για τους μη εξοικειωμένους με τα όσα αναφέρονται, παρατίθενται τα παιξίματα του στο «Θα προχωράμε μαζί» (στίχοι Γ. Πάριου, ερμηνεία Α. Βαρδής και Χρ. Μαραγκόζη), όπως καταγράφηκε στην εκπομπή "Τρεις στον αέρα" , στο στούντιο με τον Γιάννη Πάριο ή με την Πίτσα Παπαδοπούλου στην εκπομπή "Πρόβα" της αείμνηστης Λιλάντας Λικιαρδοπούλου. Μικρά δείγματα αυτά, που όμως μαρτυρούν του λόγου το αληθές, ενώ την ίδια στιγμή, καθιστούν εμμονική την αναζήτηση και άλλων τέτοιων ηχητικών θησαυρών, ώστε να αναγνωστεί μεγαλύτερο μέρος του παικτικού του μεγαλείου.
Ιδιαίτερη μνεία αξίζει και στην ενορχηστρωτική του άποψη. Είναι, ίσως, ο μοναδικός, που βγάζει τόσο έντονα την κιθάρα από το περιθώριο και το ρόλο της συνοδείας και την φέρνει στην πρώτη γραμμή, δίνοντάς της πρωταγωνιστικό ρόλο. Ακόμη και στις ρούμπες, όπου τα λαϊκά παιξίματα «επιβάλλεται» ενορχηστρωτικά να είναι μετρημένα και συγκεκριμένα, ο Βαρδής αφαιρεί από τον κιθαρίστα το μανδύα του λαϊκού τρόπου και τον ντύνει με άλλα ρούχα. Τα «Της είπα μια νύχτα να μείνει» (στίχοι Σ. Αλιβιζάτου, ερμηνεία Α. Βαρδή) ή το «Θα σε περιμένω» (στίχοι Σ. Αλιβιζάτου, ερμηνεία Α. Βαρδή), είναι δυο χαρακτηριστικά δείγματα αυτού του παιξίματος.
Ορθώνοντας το στύλο της σύνθεσης
Στα μέσα της δεκαετίας του 1970 αναδύεται και ο δεύτερος πυλώνας της καλλιτεχνικής του οντότητας, αυτός της σύνθεσης. Επίσημα, ποδαρικό κάνει με το «Πόσο πολύ σε αγάπησα» (στίχοι Κ. Νεστορίδη, ερμηνεία Γ. Νταλάρα) και το «Έτσι που το πας» (στίχοι Ν. Γκάτσου, ερμηνεία Χ. Αλεξίου). Πρόκειται για δυο τραγούδια που, στο πρώτο τους άκουσμα, δε μαρτυρούν την κοινή τους καταγωγή – και το γεγονός συνιστά ένα δείγμα της συνθετικής πολυπολικότητας του Βαρδή.
Το 1976 είναι μια κρίσιμη για τον ίδιο χρονιά. Εκδίδει τον πρώτο του προσωπικό δίσκο, με τίτλο «Οραματίζομαι», σε ποίηση του Γ. Αθανασιάδη. Το... όραμά του καταλήγει στα... αζήτητα, κυρίως λόγω της μη προβολής του υλικού από την εταιρία. Έχει προηγηθεί ένα έντονο παρασκήνιο, σχετικά με τις εναλλακτικές που προτάθηκαν στο συνθέτη από την «μαμά» εταιρία, ώστε να δώσει το μουσικό του υλικό σε άλλο στιχουργό. Τιμώντας όμως την υπόσχεση του στον Γ. Αθανασιάδη, ο Βαρδής αποσύρει τα τραγούδια και τα εκδίδει σε άλλη εταιρία και στην πρωτογενή τους μορφή – και το πείραμα πηγαίνει άπατο.
Η αποτυχία του «Οραματίζομαι» τον τσακίζει ψυχολογικά και τον ωθεί στη συνθετική σιωπή για μια διετία περίπου. Σύμφωνα με τις διηγήσεις του ίδιου του Βαρδή, ο Αχιλλέας Θεοφίλου είναι αυτός που τον προτρέπει να αγνοήσει το στραπάτσο του 1976 και να ανοίξει καινούριους ορίζοντες. Επανέρχεται δυναμικά με τα «Θέλω να μ’ αγαπάς» (στίχοι Π. Φαλάρα, ερμηνεία Γ. Πουλόπουλου) και το «Σ’ αγαπούσα θυμάμαι» (στίχοι Π. Φαλάρα, ερμηνεία Δ. Γαλάνη) και εισάγει ένα νέο ήχο και ρυθμό στα πατάρια της εποχής. Γιατί – και πρέπει να τονιστεί ιδιαίτερα αυτό – μέχρι την έλευση των συνθέσεων του Βαρδή, τα μουσικά προγράμματα δεν πρωτοτυπούν, καθώς αναλώνονται σε συνηθισμένους ρυθμούς: παραλλαγές χασάπικων και ζεϊμπέκικων, τσιφτετέλια, ρούμπες. Τα δε έντεχνα λεγόμενα ακούσματα (λέγε με «Νέο Κύμα») μπορεί να ξεφεύγουν από την πεπατημένη, είναι όμως πολύ πιο βατά ρυθμικά. Με τον ερχομό του Βαρδή, εισέρχεται στο προσκήνιο ο ορισμός της μπαλάντας με τα εμπλουτισμένα τέμπα και νέες παραλλαγές ρυθμών, που χρήζουν επισταμένης μελέτης από τους μουσικούς για να παιχτούν. Τα τραγούδια «Σ’ αναζητώ» (στίχοι Α. Ανδρικάκη, ερμηνεία Χρ. Μαραγκόζη), «Όταν βραδιάζει» (στίχοι Σπ. Γιατρά, ερμηνεία Γ. Πάριος), «Έφυγα» (στίχοι Α. Βαρδή, ερμηνεία Γ. Πάριος), «Πάντα δραπέτης απ’ το όνειρο» (στίχοι Σ. Μπουλά, ερμηνεία Α. Βαρδής), αποτελούν μερικά μόνο παραδείγματα.
![]() |
με Χαρούλα Αλεξίου, Γιώργο Νταλάρα, Άννα Βίσση, Πάνο Λαμπρόπουλο |
Οι μελωδίες του χαρακτηρίζονται δύσκολες, ενίοτε και πολύπλοκες. Δεν ακολουθεί πάντα τη δομή «εισαγωγή – κουπλέ – ρεφραίν», αλλά ενίοτε παρεμβάλει μεταξύ αυτών των μερών μουσικές γέφυρες, με άλλα θέματα και άλλα ρυθμικά ή τονικά περάσματα. Είναι μια πρακτική που αγαπά, γιατί δεν τον ενδιαφέρει να δώσει απλές μουσικές φόρμες αλλά ένα πιο πολύπλοκο άκουσμα, πιο βαθύ και πιο ολοκληρωμένο. Και πάλι, είναι πολλές οι περιπτώσεις όπου παρατηρούνται ευφάνταστες λεπτομέρειες. Η εισαγωγή του «Ξημερώνει» (στίχοι και ερμηνεία Χ. Αλεξίου) είναι ένα πρόχειρο παράδειγμα. Θα ξεχώριζα ακόμη το «Βραδιάζει» (στίχοι Γ. Αθανασιάδη, ερμηνεία Α. Βαρδή), το «Βαρέθηκα» (στίχοι Σ. Αλιβιζάτου, ερμηνεία Α. Βαρδή) ή, μεταγενέστερα, τα «Θέλω να σε δω» (στίχοι Α. Ανδρικάκη, ερμηνεία Α. Βαρδή) και το «Σωπάσαν οι φωνές» (στίχοι Λ. Δημοπούλου, ερμηνεία Γ. Νταλάρα).
Πέρα από την πολυπλοκότητα που χαρακτηρίζει τις μελωδίες του, υπάρχει και ένα ακόμη χαρακτηριστικό που αναφέρθηκε ήδη και αφορά την πολυπολικότητα των συνθέσεων του. Δεν ταυτίζεται με ένα είδος, αλλά υπηρετεί όλα τα είδη, με την ίδια μαεστρία, την ίδια ικανότητα, την ίδια αποτελεσματικότητα: από το «Αχ Θεσσαλονίκη» (στίχοι Μ. Τσιλιμίδη, ερμηνεία δική του) και το «Ξύπνησα πέντε το πρωί» (στίχοι Σ. Αλιβιζάτου, ερμηνεία δική του) στο «Mi amor» (στίχοι Β. Γιαννόπουλου, ερμηνεία δική του) και το «Υπνωτισμένα» (στίχοι Β. Γιαννόπουλου, ερμηνεία δική του) και από το «Πριν μου φύγεις ξανά» (στίχοι Ε. Αντωνίου, ερμηνεία Γλυκερία) και το «Δίχως εσένα» (στίχοι Τ. Θωμαΐδου, ερμηνεία Χρ. Μαραγκόζη) στο «Άνευ όρων» (στίχοι Ι. Γιαννοπούλου, ερμηνεία Π. Παπαδοπούλου) και το «Τη βαρέθηκε η ψυχή μου» (στίχοι Α. Σπυρόπουλου, ερμηνεία Μ. Αγγελόπουλου), παντού βρίσκει κανείς ένα μόνο όνομα συνθέτη: Αντώνης Βαρδής.
Τα πρώτα θετικά δείγματα της συνθετικής του ικανότητας τον ωθούν ώστε να ριχτεί με τα μούτρα στη δουλειά και να γράψει για δεκάδες τραγουδιστές, μέχρι και το τέλος της ζωής του: Γιώργο Νταλάρα, Χαρούλα Αλεξίου, Γιάννη Πάριο, Βασίλη Παπακωνσταντίνου, Γλυκερία, Άννα Βίσση, Δήμητρα Γαλάνη, Πίτσα Παπαδοπούλου, Ισιδώρα Σιδέρη, Γιάννη Πουλόπουλο, Ελευθερία Αρβανιτάκη, Λιζέτα Νικολάου, Ελένη Δήμου, Λίτσα Διαμάντη, Ηλία Κλωναρίδη, Μανώλη Αγγελόπουλο, Μανώλη Λιδάκη, Λεωνίδα Βελή, Μανώλη Μητσιά, Χριστίνα Μαραγκόζη, Σάκη Μπουλά, Χάρη και Πάνο Κατσιμίχα, Λαυρέντη Μαχαιρίτσα, Μαντώ, Άννα Φωτίου, Ελίνα Κωνσταντοπούλου, για το γιο του Γιάννη Βαρδή, αλλά και για τους μεταγενέστερους Αντώνη Ρέμο, Γιάννη Πλούταρχο, Νίκο Βέρτη, Νατάσα Θεοδωρίδου, Μελίνα Ασλανίδου, Έλλη Κοκκίνου, Κώστα Καραφώτη, Καίτη Γαρμπή, Πέγκυ Ζήνα, Διονύση Σχοινά, Ελένη Πέτα και τον Πασχάλη Τερζή. Ξεχωριστή η μνεία για το Στέλιο Καζαντζίδη, στο «Στην Ελλάς του 2000» (στίχοι Σ. Αλιβιζάτου). Και το κυριότερο; Γράφει πάντα καλά τραγούδια.
Τα ακόλουθα είναι αυτά που έχουν και δικούς του στίχους:
Φεύγω (ερμηνεία Χ. Αλεξίου)
Απόψε πάλι δε θα κοιμηθώ νωρίς (ερμηνεία Α. Βαρδή)
Δε θε χωρίσουμε ποτέ (ερμηνεία Γ. Πάριου)
Έφυγα (ερμηνεία Γ. Πάριου)
Μα δε θυμάμαι (ερμηνεία Γ. Πάριου)
Σε φοβάμαι (ερμηνεία Γ. Πάριου)
Κι όμως έχεις φύγει (ερμηνεία Α. Βίσση)
Κι όλο λέω να φύγω (ερμηνεία Χρ. Μαραγκόζη)
Θάλασσες (ερμηνεία Η. Κλωναρίδης)
Μας ζηλεύουνε (ερμηνεία Π. Παπαδοπούλου)
Στην εκπομπή τη βραδυνή (ερμηνεία Π. Παπαδοπούλου)
Ό,τι αγαπώ (ερμηνεία Α. Φωτίου)
Σκλάβα της Ανατολής στη Ρώμη (ερμηνεία Α. Βαρδή)
Ποιος (ερμηνεία Γ. Βαρδή)
Στείλε μου τα πράγματά μου (ερμηνεία Γ. Βαρδή)
Είμαι εδώ (ερμηνεία Κ. Καραφώτη)
Τη μοναξιά δικάζω (ερμηνεία Α. Βαρδή & Π. Ζήνα)
Ισορροπώντας το τρίποδο
Τα μέσα της δεκαετίας του 1980, είναι η εποχή όπου αρχίζει να ανθίζει και ο τρίτος πυλώνας της καλλιτεχνικής του υπόστασης, αφού γύρω στα 1985 αρχίζει να εμφανίζεται στα μαγαζιά και ως τραγουδιστής πια, σπάζοντας την αίσθηση του κοινού που τον διέκρινε αποκλειστικά ως συνθέτη που τραγουδούσε περιστασιακά τα τραγούδια του. Η μουσική του παρακαταθήκη, που εμπλουτίζεται σιγά – σιγά με επιτυχίες και η αγάπη του για το τραγούδι, του δίνει το έναυσμα ώστε να ενδυθεί το κουστούμι του τραγουδιστή, με την έννοια ότι αρχίζει να διαλέγει το υλικό που θα παρουσιάσει στα μαγαζιά που εμφανίζεται. Η χροιά της φωνής του τον στιγματίζει, η ερμηνεία του προσαρμόζεται ευφυώς στα τραγούδια που λέει – και είναι ενίοτε σπαραχτική εκεί που οι περιστάσεις του τραγουδιού το επιβάλλουν. Το δε τραγουδιστικό του μεγαλείο είναι ικανό ώστε να υπερασπιστεί επάξια την ιδιότητα του τραγουδιστή, στηρίζοντας με επιτυχία τα καλλιτεχνικά σχήματα τόσο εκείνης της, πρώτης, εποχής, όσο και αργότερα.
Δέκα χρόνια μετά το ναυάγιο του 1976 και απελευθερωμένος από το άγχος της επιβεβαίωσης, εκδίδει το 1986 το δίσκο «Συγκάτοικοι είμαστε όλοι στην τρέλα», αφήνοντας, από την πρώτη του κιόλας δουλειά, τραγούδια – ορόσημα, με, προσωπικές, κορωνίδες τα «Δεν είχα δύναμη» (στίχοι Π. Φαλάρα), «Σχήμα λόγου» (στίχοι Κ. Τριπολίτη) και «Πάντα δραπέτης απ’ το όνειρο» (στίχοι Σ. Μπουλά). Ακολουθούν και άλλες ολοκληρωμένες του καταθέσεις, όλες επιμελώς φτιαγμένες, όλες ξεχωριστές: Λευκή ισοπαλία (1990), Κοινή γνώμη (1994), Στην Ελλάς του 2000 (1995), Οικογενειακή υπόθεση (1997), Ξεδιπλώνοντας τις σκέψεις μου (1999), Τα καλύτερά μας χρόνια, είναι τώρα (2000), Χαμογέλασε ψυχή μου (2002), Ό,τι έχω στο χαρίζω (2003), Τα όνειρά μας (2008), Στην άκρη του ονείρου (2010), Θα ζωγραφίσω τη ζωή μου με μπογιές (2015). Ερωτηματικό παραμένει το τι έχει αφήσει πίσω του ως ανέκδοτο υλικό και τι έχει ορίσει ο ίδιος για τη διαχείρισή του.
Επί του προσωπικού
Ο Βαρδής ήταν – και παραμένει – ένα καλλιτεχνικό μικρόβιο. Το άκουσμα του εμπλέκεται με τα παιξίματα της κιθαριστικής μου περιπλάνησης, αφού πέρα από μουσική επιλογή για ακρόαση, καθίσταται επιλογή και για μελέτη - επιλογή που μετατρέπεται σε αναγκαιότητα την εποχή των ραδιοφωνικών εκπομπών στον Ερωτικό FM, την πρώτη δεκαετία του 2000. Η εμβάθυνση στο υλικό του δεν ήταν εύκολη, κυρίως γιατί είναι πολύπλευρη και γιατί απαιτεί γνώστη καπετάνιο. Ήμουν τυχερός, γιατί τα πιο κρυμμένα του διαμάντια μου τα έφερε στο φως η Ροζαλία Αλεξάκη – φίλη και συμπαραγωγός στον Ερωτικό και ταυτισμένη απόλυτα (και παραμένει, αλίμονο) με τον Βαρδή. Όλοι μας στο σταθμό είχαμε μια ταύτιση με κάποιον καλλιτέχνη – η Ροζαλία όμως ήταν αυτή που είχε την τύχη να δεχτεί, σε μια βραδινή της εκπομπή, τηλεφώνημα από τον ίδιο τον Βαρδή, ο οποίος την ευχαρίστησε για την άδολη αγάπη της στο πρόσωπο του.
Ερωτικός Mare, 11/2/2009 |
club Μύλου, 27/7/2011 |
Δεν ξέρω αν ευθύνεται η φυγή του για αυτή τη νοσταλγία. Σίγουρα όμως φορτίζει την ατμόσφαιρα. Γιατί, όσο ο καιρός το επιτρέπει, οι περισσότεροι δε λογίζουμε τον αναπόφευκτο αποχωρισμό από ένα αγαπημένο πρόσωπο και έτσι παρακάμπτουμε το γεγονός, μεταθέτοντάς το, αόριστα, στο μακρινό μέλλον. Κάποια στιγμή όμως έρχεται απροειδοποίητα το πλήρωμα του χρόνου. Και για τον ακροατή και για τον καλλιτέχνη. Ήταν 2 Σεπτεμβρίου του 2014. Ο θάνατος του μας πίκρανε πολύ. Γιατί έφυγε νωρίς. Όπως ξαφνικά μπήκε στο χώρο, έτσι ξαφνικά και μας αποχαιρέτησε. Μπορεί το «αχ του Καζαντζίδη να του θόλωνε τη ματιά», εμάς ένα μόνιμο «αχ ρε Αντώνη» βγαίνει από τα χείλη μας όποτε τον ακούμε.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου