Θανάσης Γιώγλου - Σταύρος Κουγιουμτζής: Άσε με πάλι να σου πω
Οι μικρές πολιτείες του Σταύρου Κουγιουμτζή, μέσα από τα μάτια (και την ψυχή) του Θανάση Γιώγλου.

Πάει καιρός (και την εποχή του blog του Ελευθερουδάκη) από τότε που έγραψα για τελευταία φορά για κάποιο βιβλίο. Αφορμή για να σπάσω αυτό το αρνητικό σερί,ή ταν η παρουσίαση, πριν από λίγες ημέρες στη Θεσσαλονίκη, του βιβλίου του Θανάση Γιώγλου «Σταύρος Κουγιουμτζής – Άσε με πάλι να σου πω», που αναφέρεται στον βίο και το έργο του Σταύρου Κουγιουμτζή. Πρόκειται για μια καταγραφή που ο χαρακτηρισμός «πλήρης» ίσως να φαντάζει και ελλιπής. Θα τολμούσα να πω πως όποιος διαθέτει το βιβλίο, είναι σαν να έχει στα χέρια του ολόκληρο το έργο του συνθέτη. Και αυτό είναι μια αρχή για εκείνον που ενδιαφέρεται να ανακαλύψει την πορεία του Κουγιουμτζή στα χρόνια.
Το παρόν κείμενο φυσικά και δεν αποσκοπεί στο να προμοτάρει το βιβλίο του φίλου Θανάση, γιατί, πολύ απλά… δε μπορεί: πρώτον γιατί το αναγνωστικό κοινό αυτής της συγγραφικής γωνιάς είναι απειροελάχιστο (και μη τακτικό) και δεύτερον γιατί ο κύκλος γνωριμιών του Θανάση, ως βέρος Καλαμαριώτης, είναι πολύ μεγαλύτερος από το δικό μου.
Ο κύριος λόγος που με ωθεί στο να γράψω δυο λόγια για αυτό το πόνημα, είναι ο Σταύρος Κουγιουμτζής. Γιατί, όντας μουσικός, με ενδιαφέρει η σχέση που είχε με τη μουσική και τι είναι αυτό στα τραγούδια του που μου κεντρίζει το ενδιαφέρον ώστε να σκύψω με τη δέουσα προσοχή στο έργο του. Και έτσι καταλήγω και στο δεύτερο λόγο, που είναι η χαρά που βίωσα όταν συμμετείχα στην ορχήστρα η οποία, τη βραδιά της παρουσίασης του βιβλίου, έπαιξε ζωντανά ένα (μικρό) μέρος του υλικού του συνθέτη.
Ο Κουγιουμτζής!
Η εικόνα του Κουγιουμτζή σε έναν ακροατή – μουσικό που δεν τον γνώρισε αλλά και ούτε τον συνάντησε ποτέ από κοντά, είναι η εικόνα ενός ανθρώπου που είχε μια εξομολογημένη σχέση με το Θεό. Και αυτή τη σχέση ο Κουγιουμτζής την κοινωνούσε στο δημόσιο λόγο του. Σαν άλλος ερημίτης, επέλεγε να ντύνει την ψυχή του με ό,τι πιο λιτό και ουσιώδες και να μεταγγίζει αυτή τη στάση ζωής στα τραγούδια του: όλα έχουν μια απλότητα, μια ταπεινότητα, μια κατάνυξη. Δε θα βρεις τίποτα το περιττό, τίποτα το υπερφίαλο – ούτε στις μελωδίες του, ούτε και στους στίχους του – τόσο στους δικούς του όσο και των συνεργατών του.
Αυτή η απλότητα των μελωδιών κρύβει μια μεγάλη παγίδα για τον μουσικό που τις αναπαράγει ανυποψίαστος: βρίσκοντας τη μελωδία απλή, βρίσκει «το χώρο» (και το μουσικό χρόνο) να βάλει επιπλέον στολίδια στα τραγούδια, έχοντας την πεποίθηση ότι έτσι τα ομορφαίνει ή ότι «γεμίζει τα λιτά μέρη». Μπορεί η νοοτροπία αυτή να αποτελεί ένα σύνηθες φαινόμενο στις μέρες μας, στην πραγματικότητα όμως αυτή η υπερπροσπάθεια αλλοιώνει το νόημα που θέλει να μας δώσει ο συνθέτης – και έτσι το τραγούδι του γίνεται κάτι άλλο από αυτό που είναι.
Θα πρέπει να διευκρινιστεί πως αυτή η αφαιρετική άποψη του Κουγιουμτζή δεν προκύπτει γιατί από κάποια αδυναμία: δεν ήταν ούτε κακός μουσικός, ούτε και ανήμπορος να παίξει είτε γρήγορα, είτε πολλά πράγματα μαζί. Διαβάζοντας κανείς το βιογραφικό του, αντιλαμβάνεται πως το παικτικό του ταλέντο ήταν πολύ υψηλό – και θα μπορούσε να εξελιχθεί σε σολίστα αν δεν εξαντλούσε τα χέρια του με εργασίες πέραν του πεδίου της μουσικής. Η αφαιρετική προσέγγιση ήταν ο τρόπος του, η ταυτότητα του, που αναδείκνυε την αξία του στίχου και την ερμηνευτική ικανότητα της κάθε φωνής που τραγούδησε τα τραγούδια του.
Μια ακόμη λεπτομέρεια που αξίζει να αναφερθεί, είναι η εμμονή του στο να πειράζει τα τραγούδια του. Ύστερα από μια σχετική κουβέντα με τον χρόνιο συνεργάτη του κιθαρίστα Κώστα Ματσίγκο, έμαθα πως ο Κουγιουμτζής συχνά εμφανιζόταν στις πρόβες με ανανεωμένες τις παρτιτούρες του, όπου άλλαζε τις συγχορδίες, καθώς και τις μελωδικές γραμμές (κοινώς… απαντήσεις) των μπουζουκιών. Αυτή του η ροπή πιστώνεται και στις επανεκτελέσεις πολλών εκ τραγουδιών του, που έδιναν κάθε φορά έναν άλλο αέρα στο υλικό του.
H ορχήστρα!
Το δεύτερο κίνητρο αυτής της καταγραφής ήταν η χαρά που εισέπραξα όταν ο Θανάσης με επέλεξε να πλαισιώσω την δεύτερη ορχήστρα και η προσμονή μου για τη βραδιά να γίνεται ολοένα και μεγαλύτερη. Αυτό συνέβη γιατί η σύμπραξη με μια τέτοια ορχήστρα αποτελούσε (και αποτελεί) για εμένα μια περγαμηνή. Και έπειτα είναι εκείνος ο ενθουσιασμός που σε διακατέχει όταν κλίνεσαι να παίξεις έργο του Κουγιουμτζή. Το τρακ στους πιο παρατηρητικούς ήταν εμφανές θαρρώ: όσες χιλιάδες φορές και αν έχω παίξει αυτά τα τραγούδια, βγήκα στη σκηνή κρατώντας οδηγούς… ενώ ο ενθουσιασμός όλων των μουσικών αποκαλύφθηκε από το γοργό τέμπο που δώσαμε στα τραγούδια, γεγονός που ταλαιπώρησε τους δυο τραγουδιστές μας – τον Ανδρέα Καρακότα και τη Σίσσυ Πολυδώρου. Για την ιστορία, η ορχήστρα μας αποτελούνταν από τον Πάνο Κοσμίδη που έπαιξε πιάνο, τους Γιώργο Καραμφίλλη και Γιάννη Κλέοντα που έπαιξαν (σαν ένα χέρι) μπουζούκι, το Θανάση Κουστιάνη μπαγλαμά, τον Κώστα Τσούγκρα ακορντεόν και το μαέστρο Κώστα Ματσίγκο μπάσο. Ο Γιώργος Καζαντζής μας συνόδευσε στο πιάνο στο φινάλε της βραδιάς, παίζοντας στο «Μη μου θυμώνεις μάτια μου».
Αντί επιλόγου
Το βιβλίο περιλαμβάνει μια εκτενή αναφορά στις μικρές πολιτείες του Σταύρου Κουγιουμτζή: ανατρέχει στην παιδική και εφηβική του ηλικία, τα χρόνια στο Ωδείο, τις πρώτες συνθέσεις, την μετακόμιση στην αφιλόξενη για τον ίδιο Αθήνα, την καταξίωση και έπειτα την επιστροφή στα πάτρια εδάφη. Αναφέρονται για αυτόν η γυναίκα του Αιμιλία, η αδερφή του και οι δυο του κόρες, ο ίδιος ο συγγραφέας καθώς και ένα πλήθος καλλιτεχνών, συντελεστών και μουσικών. Τέλος, για τους λάτρεις των πληροφοριών, παρατίθεται ένας (εξαντλητικά) ολοκληρωμένος κατάλογος δισκογραφίας – τόσο εγχώριας όσο και διεθνούς παραγωγής.
Θανάση καλοτάξιδο!
Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μετρονόμος.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου