επί σκηνής... (φωτό Γιάννη Βελισσαρίδη, πηγή: https://www.georgedalaras.com/photoalbum/on-stage/ ) |
Προσπαθώντας να τακτοποιήσω μέσα μου το φαινόμενο που λέγεται Νταλάρας, είχα αποπειραθεί το 2013, μέσω ενός άρθρου που δημοσιεύτηκε στο Ogdoo.gr (περισσότερα εδώ: Ogdoo.gr ) να αποκρυπτογραφήσω τις ορίζουσες που διέβλεπα στην καλλιτεχνική του υπόσταση και πορεία. Στο κείμενο επικεντρώθηκα στη μουσική του ιδιότητα, ισχυριζόμενος πως πρώτα και πάνω από όλα είναι μουσικός. Για να καταλήξω σε αυτό το συμπέρασμα, είχα προηγουμένως αναλωθεί, επί μακρόν είναι η αλήθεια, σε επαναληπτικές ακροάσεις του υλικού του: στο σπίτι, στο αυτοκίνητο, στα ακουστικά του τηλεφώνου μου – ακροάσεις πιο εξαντλητικές, αφού η κάθε επανάληψη εστίαζε και σε διαφορετική πτυχή: στο τραγούδισμα, στην ερμηνεία, στην ενορχήστρωση, στη μουσική φρασεολογία και έπειτα στο συσχετισμό όλων αυτών των παραμέτρων. Η κάθε ακρόαση, που γινόταν στη βάση των προαναφερθέντων κριτηρίων, μου επέστρεφε και διαφορετικό καταστάλαγμα στο τέλος. Και τότε, έχοντας αυτή τη μουσική εμπειρία στα αυτιά μου, διαπίστωνα πως όλες αυτές οι διαστάσεις συντονιζόταν από την μουσική ιδιότητα του καλλιτέχνη.
Στις πρώτες σημειώσεις έγραψα πολλά, διόρθωσα περισσότερα, αφαίρεσα ακόμη πιο πολλά και τον Ιούνιο, έπειτα από ένα τρίμηνο επεξεργασίας, είχα καταλήξει σε ένα προσχέδιο. Η ανακοίνωση μιας επικείμενης καλοκαιρινής συναυλίας τον Ιούλιο στο Θέατρο Δάσους επίσπευσε την κωλυσιεργία μου και έτσι, το μεσημέρι εκείνης της ημέρας τύπωσα το κείμενο και έσπευσα στο θέατρο νωρίς το απόγευμα, με απώτερο σκοπό να του παραδώσω ιδιοχείρως. Η αποφασιστικότητά μου στην είσοδο του θεάτρου με έφερε έξω από την πόρτα του καμαρινιού του λίγο πριν τις έξι το απόγευμα (είχε ήδη τελειώσει την πρόβα του), περιμένοντας υπομονετικά να μου κάνει νόημα να περάσω. Αντ’ αυτού, βγήκε ο ίδιος στην πόρτα, δηλώνοντας εμμέσως το ευδιάθετο του χαρακτήρα του. Του παρέδωσα το κείμενο εξηγώντας του το κίνητρο μου, το τι είχα στο μυαλό μου και τι είχα γράψει. Του ανέφερα εξαρχής πως πρόθεσή μου ήταν να δημοσιεύσω το πόνημα μου στο διαδικτυακό περιοδικό Όγδοο, για αυτό και του ζήτησα να αξιολογήσει το κείμενο, προτείνοντας μου, αν το θεωρούσε σκόπιμο, να προβώ σε τυχόν διορθώσεις.
Παρόλο που η συζήτηση μαζί του με έκανε να απαλλαγώ από το άγχος μου, δεν το κρύβω πως, όταν τον άφησα στο καμαρίνι του με το κείμενο μου, με κατέτρωγε μια αγωνία: έπραξα άραγε σωστά; Έπρεπε να τον απασχολώ με την αγάπη μου προς το πρόσωπό του, με κείμενα που μπορεί να έμοιαζαν παιδικά ή και γελοία στα μάτια του; Πόσοι ανά τον κόσμο δεν θα είχαν κάνει το ίδιο; Ποιος ήμουν εγώ που τολμούσα «να βάλω τα πράγματα κάτω» και να κρίνω την πορεία ενός καλλιτέχνη που δημιουργεί ανεξάντλητα 55 χρόνια τώρα; Τι δυνατότητες θα μπορούσε να έχει το δικό μου καλλιτεχνικό, οπτικό πεδίο, ώστε να αντιληφθεί σωστά το μεγαλείο του δικού του; Και, τέλος, τι ελπίδες είχα ώστε να μπορέσω να του κεντρίσω το ενδιαφέρον και να αντιληφθεί το υγιές και αγνό κίνητρό μου;
Η αγωνία μου λυτρώθηκε το απόγευμα της επόμενης μέρας, όταν και με κάλεσε στο τηλέφωνο. Βρισκόμενος καθοδόν για την πραγματοποίηση μιας άλλης συναυλίας, μου ανέφερε, μεταξύ πολλών άλλων, πως, στα μάτια του, το κείμενο ήταν πλήρες, ακριβές στις πληροφορίες του και πως μπορούσα να το δημοσιεύσω δίχως να χρειάζεται να αλλαχτεί κάτι.
Πέρασε πολύς καιρός από εκείνο το καλοκαίρι και όλο αυτό το διάστημα οι ακροάσεις μου παρέμειναν σταθερές, με μια όμως προτροπή που, θα τολμούσα να πω πως, γεννήθηκε αυθόρμητα από την πορεία της ύπαρξής μου στο χρόνο, μια πορεία που ζητούσε νέες προσθήκες στη μουσική μου βιβλιοθήκη, προσθήκες που απλώς διεύρυναν – κατά πολύ, αναμφίλεκτα – τους μουσικούς μου ορίζοντες (για να προλάβω τους… βιαστικούς, μιλώ για προσθήκες και όχι για ανανέωση, επομένως δεν τίθεται θέμα αναθεώρησης). Εξάλλου, πάντοτε πίστευα πως η μουσική είναι μια αλυσίδα με άπειρους κρίκους και πλήθος μεταξύ τους διασταυρώσεις. Και, όντας μουσικός, λάτρευα και λατρεύω το μουσικό χάσιμο σε αυτό το μουσικό λαβύρινθο, όπου περνάς από το ένα μονοπάτι στο άλλο δίχως να το καταλάβεις.
Μέσα σε αυτήν τη θάλασσα των αναζητήσεων, οι ακροάσεις των Ελλήνων τραγουδιστών έπεφταν θύμα μιας άτυπης, όσο και ενδελεχούς σύγκρισης, με τη βάση της μουσικής μου βιβλιοθήκης. Αυτή η διαδικασία δεν γινόταν στη λογική της… συγκριτικής δοκιμής, όπως βλέπουμε να γίνεται σε περιοδικά του ειδικού τύπου, όπου ο νικητής παίρνει την πρώτη θέση με βάση την τελική βαθμολογία που συγκεντρώνει σε επιμέρους τομείς. Ο κάθε τραγουδιστής ή τραγουδίστρια αντιλαμβάνεται με το δικό του τρόπο το κάθε τραγούδι και τα νοήματα που αυτό πρεσβεύει και, αυτά τα νοήματα είναι που αποδίδει ερμηνευτικά. Δε μπορεί επομένως να αξιολογήσει κάποιος μια ερμηνεία στη βάση μιας κλίμακας από το ένα ως το δέκα, μοιράζοντας… «δεκάρια» ή… «βάση» γιατί έτσι νομίζει ή αισθάνεται. Το συναίσθημα και η ερμηνεία δεν… ερμηνεύονται και είναι οι κοινές συνισταμένες «εξεταστή» και «εξεταζόμενου» που καθορίζουν το τελικό αποτέλεσμα για το αν σου αρέσει ο ένας ή ο άλλος τραγουδιστής.
Αυτή η διαφοροποίηση συμβαίνει τόσο γιατί το τραγούδι είναι υπόθεση ψυχής, όσο και γιατί αποτελεί συνδυασμό άλλων παραγόντων: τις επιρροές του καλλιτέχνη, τα βιώματά του, το ταλέντο του, τις φωνητικές του ικανότητές, τις επιλογές του και εν τέλει την ολιστική του αντίληψη για το τι τελικά είναι τραγούδι και πώς, πού και γιατί πρέπει να κοινωνείται. Και εδώ ακριβώς, εισάγεται η άλλη πτυχή της καλλιτεχνικής υπόστασης του Νταλάρα, η δεύτερη: η τραγουδιστική.
Η απάντηση στο πως, έρχεται ιχνηλατώντας την πορεία του τραγουδιστή Νταλάρα, όπου ο καθένας πολύ γρήγορα θα διαπιστώσει πως ουδέποτε πορεύτηκε μονόπατα στην καριέρα του. Μπορεί οι επιταγές της εταιρίας στην οποία ανήκε να ήθελαν να έχουν και από ένα… πυροβόλο όπλο που να λειτουργούσε ως προμετωπίδα στο κάθε είδος τραγουδιού (λαϊκό, ερωτικό, «έντεχνο» κτλ), ο ίδιος όμως, είτε έχοντας διαβλέψει αυτή την τάση είτε ορμώμενος από την μουσική του ταυτότητα, απέφυγε να ταχθεί σε ένα μόνο είδος και – το χειρότερο; – να εγκλωβιστεί σε αυτό. Έχει αναφερθεί στο παρελθόν πως, ήρθε πολλές φορές σε αντιπαράθεση με τον ιθύνοντα νου της Minos κ. Μάτσα όταν, έχοντας στις αποσκευές του αξιόλογο πρωτογενές υλικό, του έθετε το ερώτημα αν θα μπορούσε να προχωρήσει στην έκδοση του καινούριου υλικού στην Minos ή αν θα έπρεπε να ψάξει να κάνει τα τραγούδια κάπου αλλού… Και μπορεί αυτή η εμμονή του να τον βάφτιζε επαναστάτη ή αιρετικό στα μάτια της διοίκησης, ο ίδιος όμως δεν ήταν διατεθειμένος να επαναλαμβάνει τον εαυτό του, υπηρετώντας έναν ρόλο που θα του επιβαλλόταν εκ των άνωθεν…
Δείγματα αυτής της… ανταρσίας είναι οι πλήθος συμμετοχές σε τραγούδια με προσανατολισμό διαφορετικό από την πρώτη του τραγουδιστική ταυτότητα (ενδεικτικά και μόνο τα τραγούδια του Δημήτρη Λάγιου το 1982 σε ποίηση Οδυσσέα Ελύτη, η «Σκόνη» και τα τραγούδια του Κωστή Παλαμά το 1984, το «Με τελείωσες» το 1986 και άλλα), αλλά και ολοκληρωμένες δουλειές με ειδική θεματολογία όπως τα «50 χρόνια ρεμπέτικο» το 1975, τα «Ρεμπέτικα της Κατοχής» το 1980 (περισσότερα εδώ: πηγή ), τα «Latin» το 1987, το «Άξιον Εστί» το 1988, τα τραγούδια της Κύπρου λίγο αργότερα κτλ – ο κατάλογος των αναφορών είναι πραγματικά ανεξάντλητος.
Η πολυπραγμοσύνη του αυτή ισχυροποιείται και από την πεποίθηση του πως το χρίσμα του ολοκληρωμένου τραγουδιστή δεν αποδίδεται μόνο σε όποιον είναι καλλίφωνος ή δεξιοτέχνης. Άλλωστε η έμφαση σε αυτά μόνο τα στοιχεία διεκπεραιώνουν ένα τραγούδι με χαρακτηριστικά διασκέδασης – μια διαδικασία απαραίτητη και χρήσιμη μεν για τραγουδιστή και ακροατή, αλλά με σύντομη ημερομηνία λήξης. Πέρα από την οπτική της διασκέδασης, για τον Νταλάρα ο τραγουδιστής είναι πρωτίστως πολίτης και όντας μέρος ενός κοινωνικού συνόλου οφείλει να μετέχει ενεργά σε αυτό, συνεισφέροντας με τον τρόπο του στο κοινό συμφέρον. Για το ελληνικό τραγούδι, που κουβαλά μια παράδοση αιώνων, η μετοχή αυτή προϋποθέτει τραγούδια που εμβαθύνουν στην ουσία αυτού που λέγεται ελληνικότητα, με άλλα λόγια στον τρόπο ύπαρξης ενός πολιτισμικού παραδείγματος που εξελίχθηκε με πρόταγμα μια συλλογική ταυτότητα και παρέμεινε αναλλοίωτο στην βάση του, αφού αποτελούσε γέννημα της ίδιας της κοινωνίας. Το κοινωνικό περιεχόμενο επομένως που περικλείει, μπορεί με άλλα λόγια να χαρακτηριστεί και πολιτικό, εφόσον προέρχεται από μια ενεργή κοινωνία που χαρακτηρίζεται για την πολιτική της εκφορά. Έτσι το τραγούδι με κοινωνικό ή με άλλα λόγια λαϊκό περιεχόμενο, μετουσιώνεται εντέλει σε πολιτικό. Και είναι από τους λίγους που υπηρέτησαν πιστά και από πολύ νωρίς το πολιτικό τραγούδι, αφήνοντας μια μεγάλη παρακαταθήκη που, πέρα από την ικανοποίηση της προσωπικής του ανάγκης για κοινωνική προσφορά, υπηρέτησε ταυτόχρονα και τις κοινωνικές του πρωτοβουλίες και δράσεις: αποκορύφωμα οι συναυλίες στο Wembley του Λονδίνου, στο Meadowlands του N. Jersey αλλά και στο Palais de Congres στο Παρίσι με σκοπό να ενημερωθεί ο κόσμος για το ζήτημα της εθνικής (για να μην πω παγκόσμιας) ντροπής που λέγεται Κυπριακό, οι συναυλίες για τη Μακεδονία και τη Διεθνή Αμνηστία, για τους Πρόσφυγες με την ιδιότητα του πρεσβευτή του ΟΗΕ, για την Ίμβρο και την Τένεδο – και πλήθος άλλων συναυλιών, που έρχονται να προστεθούν στις εκατοντάδες συναυλίες διαμαρτυρίας ανά την υφήλιο.
Επόμενο του τρόπου, ήταν να αναζητηθεί το που – ο ζωτικός χώρος δηλαδή που θα επέτρεπε σε αυτά τα ακούσματα με τη βαριά κληρονομιά να αναπαραχθούν και να αναπτυχθούν καταπώς τους άρμοζε – και αρμόζει. Και παρόλο που τη δεκαετία του 1970 οι επιλογές ήταν συγκεκριμένες, τη δεκαετία του 80 ο Νταλάρας μεταπηδά στα θέατρα και τα στάδια, θέλοντας έτσι να αποδώσει στα τραγούδια που τραγουδά τις προδιαγραφές που τους αξίζει για να ακουστούν. Το υλικό του γεμίζει πλέον πολλές αποσκευές, οι δε δημιουργοί εξακολουθούν να μεγαλουργούν σε ένα κοινωνικό περιβάλλον που εξελίσσεται ραγδαία και το συνειδητοποιημένο κοινό επιλέγει μια διασκέδαση που μεταλλάσσεται περισσότερο σε ψυχαγωγία. Υπεύθυνοι για αυτή την μεταστροφή είναι τόσο οι συνθέτες /ποιητές / στιχουργοί, τα τραγούδια των οποίων αναμοχλεύουν εκ νέου τη διάνοια των ακροατών (εντελώς ενδεικτικά, γνωρίζοντας ότι θα αδικήσω: «Παραπονεμένα Λόγια έχουν τα τραγούδια μας», «Αγάπη του ψωμιού και της φωτιάς», «Γέμισε ο κόσμος άπονα μάτια» κτλ) όσο και το… ηχείο αυτών των δημιουργημάτων, που τα υποστηρίζει και τα προστατεύει σαν κόρη οφθαλμού.
Η προσπάθεια του να κερδίσει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες παρουσιάζει την δουλειά του δικαιώνεται, επιτρέποντας του σύντομα να σπάσει τα όρια της χώρας και να ταξιδέψει το τραγούδισμα του στις πέντε ηπείρους και όπου χτυπά ακόμη η καρδιά ενός ελληνισμού που κάποτε μετείχε στην Ιστορία…
Το γιατί αυτής της διαδικασίας, έχει να κάνει με την ανάγκη να κοινωνηθεί αυτό το έργο με το κοινό. Υπάρχει «γιατί» στα τραγούδια του Άκη Πάνου; Υπάρχει απάντηση στο γιατί ανατριχιάζει κανείς ακούγοντας το «Του κάτω κόσμου τα πουλιά»; Το τραγούδι είναι μια διαδικασία μυστηριακή, που αποκαλύπτει κάθε φορά καινούρια δεδομένα, πολύπλοκη γιατί περιέχει πολλές άγνωστες μεταβλητές, αλλά την ίδια στιγμή αποτελεί και κτήμα όλων όσοι το ακούν, το μοιράζονται, το πονούν. Και εδώ τελειώνει η αναζήτηση απαντήσεων. Γιατί μόνο εικασίες μπορεί να κάνει κανείς από εκεί και πέρα και αν ψάχνουμε μια ειλικρινή, περιεκτική απάντηση που να απαντά καθολικά σε αυτό το «γιατί», αυτήν θα την βρούμε μόνο από τον ίδιο. Αλλά αυτές οι διαδικασίες είναι διεργασίες εσωτερικές, που θεωρώ πως είναι και λίγο ανήθικο να επιμένουμε να τις ψάχνουμε.
Υπάρχει όμως και μια άλλη οπτική που απαντά σε αυτό το γιατί. Και αυτή, σχετίζεται με μια αίσθηση χρέους που βαραίνει την πορεία του Νταλάρα – ένα χρέος πρώτα προς τις προηγούμενες γενιές, ώστε να παραλάβει και να διασώσει το έργο τους στο παρόν και έπειτα ένα χρέος προς τις γενιές που έπονται, ώστε να τις παραδώσει, όσο το δυνατόν πιο ανόθευτο, αυτό το υλικό. Σαν άλλος καντηλανάφτης, διατηρεί ζωντανή τη μουσική μας μνήμη.
«Τα λόγια πετούν, τα γραπτά μένουν» λέει η παροιμία και η ιστορία έχει δείξει πως ο τραγουδιστής Νταλάρας δεν αρκέστηκε σε αυτό που του δόθηκε εξαρχής, αλλά, ορμώμενος από την αγάπη για τη μουσική και το ανεξάντλητο ταλέντο του εξελίχθηκε, πειραματίστηκε, δημιούργησε, επαναστάτησε, διεκδίκησε, απαίτησε και κέρδισε αυτό που αναζητά κάθε άνθρωπος μέσα από τη δουλειά του: να αναστηθεί ψυχί τε και σώματι, αξιώνοντας έτσι την αθανασία του.
Και μια παρέκβαση, εν είδει άμυνας
Σκοτώνουν τα άλογα όταν γεράσουν;
Ένα ερώτημα που βασανίζει πολλούς από εμάς, είναι το πως θα αντιδράσουν μπροστά σε έναν χωρισμό. Όταν έρθει το πλήρωμα του χρόνου, ώστε να αναγκαστούν, λόγω των συγκυριών, να αποχωριστούν έναν αγαπημένο τους καλλιτέχνη. Μιλώ για τη στιγμή που ένας καλλιτέχνης αποφασίσει να «κρεμάσει τα παπούτσια του», συνειδητοποιώντας πως έφτασε η στιγμή να αφήσει στην άκρη το μικρόφωνο του.
Όσο ο καιρός το επιτρέπει, οι περισσότεροι εξ ημών αποφεύγουν να συλλογιστούν αυτόν τον αποχωρισμό και προτιμούν να παρακάμπτουν το γεγονός, κλοτσώντας το τενεκεδάκι προς τα κάτω, ώστε να το συναντήσουν λίγο μετά και να το ξανακλοτσήσουν, μέχρι την επόμενη φορά. Κάποια στιγμή όμως, έρχεται το πλήρωμα του χρόνου. Και για τον ακροατή. Και για τον καλλιτέχνη.
Οι σκέψεις αυτές, έρχονται τον τελευταίο χρόνο όλο και πιο έντονα στο μυαλό μου, κυρίως γιατί οι αλλαγές που επιφέρει ο χρόνος, επηρεάζουν και αυτούς που αγαπήσαμε και αγαπάμε. Και είναι λογικό όταν αναφέρεται κανείς σε δικούς του ανθρώπους να επηρεάζεται και να θλίβεται, από την άλλη όμως είναι οξύμωρο που, συγκεκριμένοι καλλιτέχνες, ενώ δεν αποτελούν μέρος της απτής καθημερινότητας μας, εντούτοις, να έχουν καταφέρει να εισβάλλουν στην ζωής μας, καταλαμβάνοντας, ενίοτε μεγάλο, μέρος αυτής. Ο λόγος δεν μπορεί να αναζητηθεί πουθενά αλλού, παρά μόνο στο γεγονός ότι η ψυχή αυτών των ανθρώπων έχει μιλήσει στις δικές μας. Η ταύτιση αυτή, είναι αποτέλεσμα μιας χρόνιας ώσμωσης, που, αργά, καθόλου βασανιστικά, αλλά ήρεμα και αθόρυβα, έχει αλώσει άδολα το μέσα μας και έχει εγκατασταθεί στα εσώψυχα μας. Είναι μια περίεργη σχέση αυτή, επειδή εξελίσσεται σχεδόν μονόπλευρα. Ο ακροατής σχετίζεται με τον καλλιτέχνη, τα τραγούδια του και τον τρόπο του και ερωτεύεται το προϊόν της δουλειάς του, δίχως όμως να έχει, σχεδόν ποτέ, την πολυτέλεια – ή την τύχη – να του επιστρέφει αυτό το συναίσθημα. Ο έρωτας αυτός δεν πληροί επομένως τις προδιαγραφές του (ιδανικά αυθόρμητου) δούναι και λαβείν που ορίζει μια σχέση όπως όλοι την γνωρίζουμε, αλλά συνιστά μια μονόπλευρη σχέση: η πηγή προσφέρει γιατί αυτό έχει μάθει να κάνει, ο διψασμένος πίνει και ξεδιψάει.
«Όλοι έχουμε γραμμένο, που το λένε πεπρωμένο»
Όλες αυτές οι σκέψεις, με έναν τρόπο που μπορεί να χαρακτηριστεί και ως αυτοάμυνα, κατασιγάζουν για λίγο καιρό. Ίσως να είναι και η ιστορία με το τενεκεδάκι, που περιέγραψα πρωτύτερα. Επανήλθαν όμως στη επιφάνεια, όταν, σκαλίζοντας το αρχείο, αντίκρισα το δικό μου μουσικό μύθο, το Γιώργο Νταλάρα, να απομακρύνεται από τις κάμερες, υπό τους ήχους του ρεφραίν του «Πεπρωμένου», βαδίζοντας πάνω στις ράγες των τρένων στην εκπομπή της Έλενας Κατρίτση «Προσωπικά» (Νοέμβριος 2020). Τότε, με ταρακούνησε η εικόνα, που, στα δικά μου μάτια ήχησε σαν προειδοποίηση για το ενδιαφέρον εκείνων που γρηγορούν πως έρχεται ένας καλλιτεχνικός χωρισμός, αφού η νομοτέλεια, οι «ράγες» με άλλα λόγια, είναι η μοίρα μας, από την οποία δε μπορούμε να ξεφύγουμε και που μας επιτάσσει αυτήν την εξέλιξη.
στιγμιότυπο από την εκπομπή Προσωπικά |
Κάποιοι ίσως να μειδιούν: «Ακόμη ο Νταλάρας; 60 χρόνια τραγουδάει. Φτάνει».
Είπα πιο πριν «μουσικός μύθος». Κάποιοι ίσως να μειδιούν ξανά, κάποιοι ίσως να ξίνισαν ξανά τα μούτρα τους. Το ξαναλέω όμως: μουσικός μύθος. Και μπορώ να απαριθμήσω πλήθος λόγων.
Από την εποχή των κασετών ήχου, αποτέλεσε το πρώτο μου μουσικό ερέθισμα που άπλωσε ρίζες μέσα μου. Ο «Ορφέας» και ο «Τραγουδιστής» είναι οι πιο έντονες αναμνήσεις από το παλιό κασετόφωνο. Η έλευση του βίντεο ταίριαξε τα ακούσματα με μια εικόνα που καθήλωνε τα μάτια ενός πεντάχρονου, εξάχρονου αγοριού: ζωντανή ανάμνηση η συναυλία στο Κούριο το 1985 και οι κινήσεις του πάνω στη σκηνή που δεν είχαν όμοιο τους, το φλερτ με τους μουσικούς και τους τεχνικούς, το παιχνίδι με τον κόσμο. Και ήταν και αυτή η περίεργη καφέ κιθάρα «με τις τρύπες» που δεν είχε καμία οπτική συγγένεια με τη δική μου κλασική κιθαρίτσα και που, κατά τα λεγόμενα της μητέρας μου «μάλλον θα είναι παραγγελία». Και η παιδική, αφελής ανταπάντηση: «Μα, πού το σκέφτηκε να φτιάξει τέτοιο όργανο;» Μύθος πρώτος.
Ήταν έπειτα οι περίεργες δακτυλοθεσίες που χρησιμοποιούσε στην κιθάρα, που δεν είχαν καμία σχέση με αυτές που χρησιμοποιεί ένας κλασικός κιθαρίστας και που η μίμηση τους έκανε το δάσκαλο μου στο Ωδείο να αναρωτιέται «ποιος σου τα έδειξε αυτά;» Μύθος δεύτερος.
Ήταν το ατελείωτο μπρος – πίσω της βιντεοταινίας, μέχρι να γίνει αντιληπτό το τι παίχτηκε, άλλα τόσα μπρος – πίσω μέχρι να γίνει βίωμα αυτή η μουσική φράση και άλλα τόσα μετά ώστε να αναπαραχθεί σωστά από τα δικά μου δάχτυλα – και όλα αυτά, μέχρι να ακούσω το «ε, θα το διαλύσεις στο τέλος και θα ησυχάσεις!» από τον εκλιπόντα πατέρα μου και να του απαντώ «άλλη μια φορά και τέλος». Μετρήσαμε δυο χαλασμένα βίντεο και τρία διαλυμένα κασετόφωνα από τότε. Τα αντικαθιστούσε όμως πάντα με καινούρια… καλή του ώρα. Μύθος τρίτος.
Ήταν πάλι αυτή η αίσθηση της αναμονής, που μας κυρίευε σε κάθε συναυλία: τι θα πει; Πώς θα το πει; Άραγε θα πει κανένα παλιό που έχουμε να ακούσουμε καιρό; Ή θα μας εκπλήξει με κανένα καινούριο; Επηρεασμένος από την αγάπη μου για τα μηχανοκίνητα, παρομοίαζα την κάθε του εμφάνιση με έναν αγώνα της Formula 1: πότε δεν λες ότι τελειώνει αν δεν έχει πέσει πρώτα η καρώ σημαία. Το ίδιο συνέβαινε και με τις συναυλίες του. Υπήρχαν συναυλίες που έμοιαζαν με την εποχή της παντοκρατορίας Σέννα, του Σουμάχερ ή άλλων σημερινών: εμφανίσεις όπου ήλπιζες να συμβεί κάτι για να αποκτήσει λίγο ενδιαφέρον ο «αγώνας» και που δεν ερχόταν η παραμικρή ανατροπή. Υπήρχαν όμως και εμφανίσεις όπου ήσουν πεπεισμένος πως κάποιος σεναριογράφος είχε βάλει το χεράκι του για να μας κρατήσει «στις μύτες των ποδιών». Μύθος τέταρτος.
Ήταν πάλι αυτή η μανία να καταγίνεται με τα όργανα, που εμένα μου κέντριζε το ενδιαφέρον (περισσότερα εδώ: https://ppetrakis.blogspot.com/2021/07/blog-post.html ). Ήταν η συνήθεια του να αλλάζει όργανα, να παίζει με (ήλεκτρο)ακουστικές, (ήλεκτρο)κλασικές κιθάρες και η δική μου λαχτάρα και απορία να μάθω (μέσα από το οπτικοακουστικό μέσο, γιατί internet δεν υπήρχε τότε) τη μάρκα και το μοντέλο της κάθε μιας. Μύθος πέμπτος.
«Και κανένας δε μπορεί να τ’ αποφύγει»
Γίνεται αντιληπτό πως δεν αφορά μόνο τον κ. Νταλάρα αυτός ο επίλογος. Επί του προσωπικού, αποτελεί μια απάντηση στο συχνό ερώτημα που ακούω: «γιατί δε σταματάει;»
Το μόνο σίγουρο είναι πως καλλιτέχνες αυτού του βεληνεκούς γνωρίζουν το πότε πρέπει να κάνουν αυτό το βήμα. Και μην ξεχνάμε πως συζητώντας το πότε θα σταματήσουν, ουσιαστικά τους ζητάμε να... πεθάνουν... Η Χάρις Αλεξίου έδειξε τεράστια πυγμή αποφασίζοντας το κλείσιμο της τραγουδιστικής της καριέρας. Ήταν μια ακόμη αποχώρηση, ένα μικρό «τέλος εποχής» για εμάς που μεγαλώσαμε με αυτές τις φωνές. Αλλά, από την άλλη, υπήρξαν και περιπτώσεις καλλιτεχνών που έφυγαν στο απόγειό τους, όπως ο Δημήτρης Μητροπάνος ή ο Αντώνης Βαρδής. Και για αυτούς, υπήρξε αυτό που τόσο μαεστρικά περιέγραψε ο Βασίλης Δημητρίου στο Πεπρωμένο του:
Όλοι έχουμε γραμμένο που το λένε πεπρωμένο
και κανένας δεν μπορεί να τ’ αποφύγει
δεν υπάρχει θεωρία ούτε τρένα ούτε πλοία
κι ο καθένας το παλεύει όπως ξέρει και μπορεί
Δεν ξέρει κανείς πόσο διαρκεί αυτό το «ως το τέλος». Μπορεί να παραταθεί για λίγο, μπορεί και να πιεστεί για να διαρκέσει λίγο παραπάνω, αλλά πρόκειται για μια συνθήκη που δεν αποφεύγεται. Αυτό που μας μένει, είναι η συναισθηματική πληρότητα που μας χαρίστηκε αφειδώς όλα αυτά τα χρόνια και το μικρόβιο του τρόπου, ώστε να αναζητούμε τον τρόπο που μας δίδαξε.
Σκοτώνουν τα άλογα όταν γεράσουν; Δεν ξέρω… εσείς θα σκοτώνατε την ψυχή σας;
Περισσότερα: https://ppetrakis.blogspot.com/2020/04/blog-post_80.html
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου