Η 11η Σεπτεμβρίου του Sting
Μέρος της
σπουδαιότητας της ιστορίας που καταγράφεται εδώ, οφείλεται κατά κάποιο τρόπο
και στην αλληλουχία των γεγονότων εκείνης της ημέρας: για ολόκληρο τον κόσμο, το
ξημέρωμα της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001, δεν επρόκειτο να είναι
τίποτε παραπάνω από μια συνηθισμένη ημέρα. Για τον Sting, ήταν η ημέρα όπου είχε επιλέξει
να πραγματοποιήσει μια συναυλία στη βίλα του, στην Τοσκάνη. Μπροστά σε ένα
επιλεγμένο κοινό διακοσίων μόλις θεατών, θα παρουσίαζε, στις 8 το απόγευμα, μερικά
από τα πιο επιτυχημένα του τραγούδια, με ανανεωμένες ενορχηστρώσεις. Συγκέντρωσε
για την περίσταση μια ειδική μπάντα μουσικών και προετοιμάστηκε για δέκα σχεδόν
ημέρες, φιλοξενώντας στη βίλα του μουσικούς και συντελεστές. Η συναυλία, είχε
προγραμματιστεί να μεταδοθεί ταυτόχρονα και στο διαδίκτυο, μέσω της πλατφόρμας του
Yahoo!. Όλα άλλαξαν,
όταν το ρολόι έδειξε 8.46πμ τοπική ώρα Νέας Υόρκης. Στην Τοσκάνη, η ώρα ήταν
14.46μμ.
Με τις
ειδήσεις να φτάνουν με καταιγιστικό ρυθμό και τους Δίδυμους Πύργους να
καταρρέουν λίγο μετά, φαντάζει εκτός πραγματικότητας το να εμμένει κανείς να
φέρει σε πέρας τον προγραμματισμό της ημέρας του. Και όλα αυτά, γιατί ο κόσμος
κυριεύτηκε από το φόβο να συμβεί κάτι νέο, μεγαλύτερο, συνταρακτικότερο.
Εκείνος που αποφάσιζε να συνεχίσει το πρόγραμμα του ανεπηρέαστος από τα
γεγονότα, κινδύνευε να χαρακτηριστεί αδιάφορος των εξελίξεων ή αναίσθητος.
Υπό το βάρος
των νεότερων ειδήσεων που ανέφεραν χιλιάδες νεκρών και τραυματιών και των συγκλονιστικών
βίντεο που άρχιζαν να κατακλύζουν τις τηλεοράσεις, ο Sting κάνει μια
συνάντηση με τους μουσικούς του, θέλοντας να συζητήσει μαζί τους την τύχη αυτής
της ιδιαίτερης συναυλίας. Είναι έτοιμος να ακυρώσει τα πάντα, θεωρώντας
αταίριαστο το να τραγουδά ενώ ο αριθμός των θυμάτων αυξάνεται. Οι μουσικοί
συμφωνούν αρχικά σιωπηλά, αλλά όσο προχωρά η κουβέντα και ξεδιπλώνονται τα
επιχειρήματα, το πρώτο μούδιασμα φεύγει και οι περισσότεροι συντείνουν πως πρέπει
να δοθεί ένα ισχυρό μήνυμα ενότητας, που να δηλώνει πως δεν θα καμφθούν από τα
γεγονότα. Καταλήγουν όλοι στο να ξεκινήσουν με το «Fragile»
και μετά να πορευτούν κρίνοντας από το κλίμα. Η πρεμιέρα απέχει κάτι λιγότερο
από τρεις ώρες.
Στις
8 το απόγευμα, στο live event του Yahoo!,
εμφανίστηκε το ακόλουθο μήνυμα:
Sting
Την ίδια ώρα, οι
μουσικοί μαζί με τον Sting,
εμφανίζονται στη σκηνή. Μπροστά στο παγωμένο κοινό, ο Sting ανέφερε
πως, εξαιτίας των γεγονότων, ανατρεπόταν το κλίμα και το πρόγραμμα της
συναυλίας. Ενημέρωσε το κοινό πως υπήρχαν τρεις επιλογές: η πρώτη ήταν να
συνεχιστεί κανονικά η συναυλία. Η επόμενη επιλογή ήταν να παιχτεί μόνο ένα
τραγούδι και έπειτα, εκπληρώνοντας την επιθυμία του Sting, να τηρηθεί ενός λεπτού σιγή, ως
φόρος τιμής στην εκατόμβη των θυμάτων και να ακολουθούσε διακοπή της συναυλίας,
με ταυτόχρονη διακοπή και της ιντερνετικής μετάδοσης. Η τελευταία επιλογή, ήταν
να δείξει το κοινό τη διάθεση του για το τι ήθελε να γίνει.
Ήταν δεδομένο πως το κοινό, παρόλη την παγωμάρα του, δεν θα άφηνε να πάει χαμένη η ευκαιρία να απολαύσει από τόσο κοντά το μουσικό του είδωλο και να αποχωρήσει από μια τόσο σπάνια συγκυρία. Σεβόμενοι όμως όλοι την ιδιαιτερότητα της στιγμής, δεν ακούστηκε το παραμικρό. Μέσα στη βουβαμάρα, το πρόγραμμα ξεκινά με το «Fragile», με τη φωνή του Sting να σπάει κάποια στιγμή και τον ίδιο να σκουπίζει τα μάτια του καθώς σολάρει στο κιθαριστικό θέμα στη μέση του τραγουδιού. Το φινάλε συνοδεύεται από μια μακρά παύση, που εκπληρώνει την επιθυμία του Sting και έπειτα το κοινό αρχίζει δειλά να χειροκροτεί.
Ο Sting ακούγεται
να μουρμουρίζει πως «δεν πρόκειται για
αυτό που σχεδιάσαμε» και αμέσως ακούγεται το πιάνο που μπαίνει στο επόμενο
τραγούδι. Ίσως το χειροκρότημα να αποτελούσε τη διαβεβαίωση που αναζητούσε ο Sting για
να συνεχίσει. Το πρόγραμμα προχωρά, εξελίσσεται και αρχίζει σιγά – σιγά να
φεύγει το αρχικό μούδιασμα του κοινού και των μουσικών και να ανεβαίνει η
διάθεση, με μια πρωτόγνωρη κορύφωση προς το τέλος. Η αλήθεια είναι πως,
παρακολουθώντας τη ροή του προγράμματος, προκαλεί αρνητική εντύπωση η έξαρση
του κοινού, γιατί δε συνάδει με το παγκόσμιο κλίμα κατήφειας που διακατείχε
(για ημέρες) τον κόσμο. Δεν γνωρίζουμε αν είχαν ενημέρωση των γεγονότων που
συνέβαιναν στην Αμερική, ώστε να αντιδράσουν άμεσα σε κάποια νεότερη είδηση. Ίσως
τα πλάνα να προέρχονται από την πρόβα τζενεράλε. Ίσως πάλι να ήταν τέτοιου
μεγέθους η συναισθητική και ψυχολογική φόρτιση του κοινού, που το ξέσπασμα του
να αποτελούσε την ηχηρή απάντηση στα
φριχτά γεγονότα της ημέρας. Ο Sting παραμένει σκεπτικός σε όλο σχεδόν το κονσέρτο, χαλαρώνει
μόνο προς το τέλος.
Η συναυλία
ηχογραφήθηκε και κυκλοφόρησε σε cd και dvd.
Το cd εκδόθηκε
σε πολλές version, με
τροποποιημένο tracklist ανάλογα με τη χώρα έκδοσης. Δεν είναι κατανοητό γιατί
συμβαίνει αυτό, πάντως σίγουρα βάζει σε μπελά τους συλλέκτες, καθώς ψάχνουν τις
διαφορές μέσα από τις διαφορετικές εκδόσεις σε Βόρεια Αμερική, Ευρώπη, διεθνή διανομή και Ιαπωνία. Για την ιστορία, η έκδοση της Β. Αμερικής περιλάμβανε όλα
τα τραγούδια εκτός των «Seven days» και «Shape of my heart», η Αγγλική έκδοση περιλαμβάνει
το τελευταίο αλλά αφαιρεί το «Seven days» και
προσθέτει το «Mad About You». Η διεθνής έκδοση περιλαμβάνει την Αμερικανική εκδοχή με
την προσθήκη του «Mad About You», ενώ μόνο η Ιαπωνική περιέχει
το πλήρες playlist, με
18 τραγούδια.
To tracklist του cd είναι το ακόλουθο (σημειώνονται οι διαφορές μεταξύ των εκδόσεων):
- Fragile
- A thousand yearsPerfect love… gone wrong
- All this time
- Seven days (Ιαπωνική έκδοση, εκτός Β. Αμερικής και Βρετανίας)
- The hounds of winter
- Mad about you (Ιαπωνική/Βρετανική έκδοση)
- Don't stand so close to me
- When we dance
- Dienda
- Roxanne
- If you love somebody set them free
- Brand new day
- Fields of gold
- Moon over Bourbon street
- Shape of my heart (Ιαπωνική/Βρετανική έκδοση, εκτός Β. Αμερικής)
- If I ever lose my faith in you
- Every breath you take
![]() |
Το εξώφυλλο της Ιαπωνικής έκδοσης |
Σχετικά με το «Mad about you», υπάρχει ένα ενδιαφέρον παρασκήνιο για το πως γράφτηκε το τραγούδι και αξίζει να αναφερθεί. Ο Sting αναφέρει δέκα χρόνια μετά (στο «Sting live in Berlin»), πως εμπνεύστηκε τους στίχους από τη Βίβλο και συγκεκριμένα από το 11ο κεφάλαιο του βιβλίου Σαμουήλ. Εκεί, περιγράφεται ο έρωτας του βασιλιά Δαυίδ με τη Βηθσαβεέ, τη σύζυγο του Ουρία του Χετταίου, στρατηγού του Δαυίδ. Ο Δαυίδ κοιμάται με τη Βηθσαβεέ και, προκειμένου να αποφύγει την κατακραυγή της ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης της τελευταίας, κανονίζει ώστε να σκοτωθεί ο Ουρία σε επικείμενη μάχη και να ζήσει έτσι αυτός μαζί της.
Οι
ενορχηστρώσεις έχουν δώσει νέα πνοή στα τραγούδια. Παρόλο που η επιλογή τους
φλερτάρει επικίνδυνα με τον όρο προβλέψιμα,
εντούτοις αποτελούν προϊόν ωριμότητας, τόσο του καλλιτέχνη, όσο και του ίδιου
του υλικού. Η ορχήστρα, παρότι πλούσια σε όργανα, δε πνίγει το ηχητικό
αποτέλεσμα, με το κάθε όργανο να αναδεικνύεται εκεί που πρέπει και – το
κυριότερο – με τον τρόπο που πρέπει: μουσικές φράσεις από το πιάνο, την κιθάρα,
το κοντραμπάσο ή την τρομπέτα, είναι διακριτές και από τον πιο απλό ακροατή,
δίχως τη διάθεση καπελώματος του ενός μουσικού από τον άλλο – και αυτό μαρτυρά
συνοχή ορχήστρας.
Αυτό στο οποίο αξίζει να σταθεί κανείς, είναι η οπτική μέσα από την οποία παραδίδει ο καλλιτέχνης το υλικό στο κοινό. Και υπονοώ φυσικά την επεξεργασία του ηχητικού υλικού στο στούντιο, πριν βγει αυτό στην κυκλοφορία. Παρατηρώντας το βίντεο, διαπιστώνει κανείς πως δεν υπάρχουν «τυχαία» πλάνα που να μη σχετίζονται ηχητικά με τη στιγμή που αποτυπώνουν. Αυτό που βλέπεις στη οθόνη είναι αυτό που ακούς και αυτό που ακούς είναι ακριβώς αυτό που βλέπεις. Δε θα δεις χέρια μουσικού να παίζουν κάτι το οποίο δεν ακούς, δε θα ακούσεις όργανα που δε βλέπεις, δε θα δεις το στόμα του τραγουδιστή να χάσκει εκφέροντας φθόγγους που έχουν παρέλθει ή που δεν έχεις ακόμη αντιληφθεί. Σαφώς και το ηχογράφημα έχει τύχει επεξεργασίας στο στούντιο: το ηχητικό αποτέλεσμα της κονσόλας, είναι πολύ διαφορετικό από τη στερεοφωνία που απολαμβάνει το αυτί ενός ακροατή στην ακρόαση μιας στούντιο ηχογράφησης και χρήζει επεξεργασίας ώστε να έρθει κοντά στα πρότυπα αυτά. Και από την άλλη, η δυνατότητα ακρόασης σε πεντακάναλο, απαιτεί επεμβάσεις στο τελικό μιξάρισμα, ώστε να διαμορφωθεί το φορμάτ αυτό. Αλλά ως εκεί.
Δε θα συναντήσεις λοιπόν πρακτικές που ακολουθούνται κατά κόρον τα τελευταία χρόνια και κυρίως εντός των τειχών, όπου βαφτίζεται «ζωντανή ηχογράφηση» υλικό που είναι, καθ’ ολοκληρίαν, προϊόν στούντιο και το μόνο «ζωντανό» στην όλη υπόθεση είναι (ίσως) το χειροκρότημα. Η δικαιολογία που χρησιμοποιείται, είναι πως οι επεμβάσεις αφορούν την διόρθωση λαθών που κάνει η ορχήστρα, λάθη του τραγουδιστή ή ακόμη και λάθη που προέρχονται από τεχνικούς παράγοντες, όπως μια προσωρινή τεχνική δυσλειτουργία στα μηχανήματα ήχου, στο φωτισμό κ.α. Είναι αλήθεια πως γίνονται λάθη και προκύπτουν ατυχίες και έτσι αποκτά νόημα μια ελαφρά παρέμβαση. Το ερώτημα είναι γιατί να μπαίνει τόσο βαθιά το χέρι στις ηχογραφήσεις και να αλλάζει τελείως το κλίμα στο οποίο αποτυπώθηκε ένα τραγούδι, χαρίζοντας ένα αποτέλεσμα που ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα που το γέννησε.
Αυτό όμως που δεν αποφεύγει ούτε ο Sting, είναι η εμμονή στην επανάληψη. Χτίζει το πρόγραμμα του με τραγούδια που μετρούν ήδη πολλές ώρες πτήσης. Πρόκειται μάλλον για την ανασφάλεια του καλλιτέχνη, ο οποίος, θέλοντας να φύγει από τη σκηνή με τη βεβαιότητα πως το κοινό πέρασε καλά και ο ίδιος αποχωρεί χορτασμένος από τη δίψα του για χειροκρότημα, επιμένει να προσφέρει στο κοινό χιλιοειπωμένα τραγούδια. Είναι απόλυτα κατανοητό αυτό. Ένα ενθουσιασμένο κοινό που τραγουδά παραληρώντας, είναι προτιμότερο στην ψυχολογία τραγουδιστή και μουσικών από ένα κοινό που παρακολουθεί αδιάφορο ή βαριεστημένο, περιμένοντας να τελειώσει ένα λιγότερο γνωστό τραγούδι. Και μπορεί η επιλογή των «σουξέ» να αποτελεί μια ιδανική συναυλία για τον περιστασιακό ακροατή, για αυτόν όμως που γνωρίζει εις βάθος το υλικό του καλλιτέχνη και ελπίζει πως η μοναδικότητα του γεγονότος θα συνοδευτεί και με μια πιο εξειδικευμένη επιλογή υλικού, ο ενθουσιασμός μετριάζεται, αφήνοντας του την αίσθηση πως άκουσε «μια από τα ίδια».
Από
την άλλη, τα λιγότερο γνωστά τραγούδια, όπως το «When we dance» ή το
«Shape of my heart», πέφτουν θύματα των επιτυχιών
που ακούγονται στο πρόγραμμα. Προκειμένου να υπάρξει μια ομοιογένεια στο
συνολικό αποτέλεσμα, τα τραγούδια αυτά ενδύονται το κουστούμι των επιτυχιών, με
αποτέλεσμα να χάνουν την ευκαιρία να αναδειχθούν.
Με
την τοποθέτηση αυτή, σαφώς και δεν απορρίπτω την οπτική του τραγουδιστή.
Προσωπικά, θεωρώ πως η συγκεκριμένη δουλειά είναι μια από τις αρτιότερές του,
κυρίως γιατί προσφέρει στον ακροατή ένα ευρύ φάσμα ηχητικών αποχρώσεων, με ένα
αποτέλεσμα που, στα δικά μου αυτιά, αγγίζει το άρτιο. Είναι από την άλλη και ο
χρόνος, ο οποίος ωριμάζει τον καλλιτέχνη (και τον ακροατή), κάνοντας τον να
βλέπει με άλλα μάτια και συναισθήματα τα τραγούδια και μέσα από αυτά τα
αναθεωρημένα κριτήρια, να δίνει μια άλλη οπτική στο υλικό του. Είναι
ευπρόσδεκτη αυτή η προσέγγιση. Η μόνη, μικρή, ένσταση έχει να κάνει με την
επιλογή του υλικού: θα μπορούσε, αυτή η μοναδική και τόσο εξειδικευμένη
συγκυρία, όπου ο καλλιτέχνης ανοίγει το ίδιο του το σπίτι και φιλοξενεί λίγους
θεατές, να συνοδεύεται από μια αντίστοιχη επιλογή υλικού. Δεν το κάνει. Ίσως
γιατί θεωρεί πως οι αλλαγές πρέπει να έρχονται σιγά – σιγά. Ακόμη και σχεδόν
δέκα χρόνια μετά, όταν συνεργάστηκε με τη Βασιλική Φιλαρμονική Ορχήστρα (η
δουλειά κυκλοφόρησε με τον τίτλο «Sting live in Berlin») σε ανά τον κόσμο
συναυλίες, οι αλλαγές στο πρόγραμμα είναι αναλόγου ύφους: μετρημένες.
Φτάνοντας λοιπόν η συναυλία στο τέλος, διαπιστώνεις πως, ενώ το συνολικό αποτέλεσμα στέκεται ψηλά, σε ότι αφορά τα μουσικά κριτήρια τα οποία υπηρετεί, εντούτοις σε αφήνει με την αίσθηση πως θα ήθελες κάτι περισσότερο, σε ό,τι αφορά την πρωτοτυπία των επιλογών.
Επιστρέφοντας στα του δίσκου, μένεις απόλυτα ικανοποιημένος από τον πλούσιο, γεμάτο ήχο. Ο διαμοιρασμός του 5.1, παρόλο που δεν πρόκειται για το απόλυτο που συναντάμε στις ημέρες μας, δίνει μια όμορφη αίσθηση του χώρου. Από την άλλη, απολαμβάνεις την ετοιμότητα της ορχήστρας, την ευελιξία και την αρτιότητα με την οποία αποδίδει τα τραγούδια, τη φωνή του Sting και τα υπέροχα φωνητικά των συνοδών του, που είναι τόσο άρτια και ευφάνταστα, που μένεις με το στόμα ανοιχτό.
Σε ότι αφορά το παρασκήνιο της παραγωγής, υπάρχει, επιπρόσθετα με τη συναυλία και ένα 70-λεπτο ντοκιμαντέρ, στο οποίο αποτυπώνονται εν τάχει οι προετοιμασίες του όλου εγχειρήματος. Οι μουσικοί καταφθάνουν από τις αρχές Σεπτεμβρίου. Ο κοντραμπασίστας Christian McBride είναι ο πρώτος, που ξεκινά μια προσέγγιση των τραγουδιών με τον Sting. Καθώς το μουσικό γκρουπ συγκεντρώνεται και ολοκληρώνεται τις επόμενες ημέρες, πληθαίνουν και οι συνεντεύξεις των μουσικών.
Αυτό που κάνει εντύπωση στα μάτια ενός μουσικού, είναι η πληρότητα του μουσικού τεχνικού εξοπλισμού που φέρει το σπίτι και δεν έχει να ζηλέψει σε τίποτα ένα κανονικό στούντιο: πλήρης ηχητικός εξοπλισμός, πλήθος μουσικών οργάνων και υπολογιστές παρελαύνουν μπροστά στα μάτια σου. Το μόνο που έχει να κάνει ο κάθε μουσικός είναι να παίξει. Όλα τα άλλα άγχη μένουν πίσω. Η απόλυτη ευτυχία δηλαδή.
Από τα λίγα
ακόμη ενδιαφέροντα που μαθαίνει κανείς, είναι πως ο Sting δυσκολεύεται
να παίξει μπάσο χωρίς να τραγουδάει, όπως και ότι στη βίλα αυτή γυρίζεται το
νέο βίντεο κλιπ του «Fragile». Αν θα ζητούσα κάτι παραπάνω από τα παρασκήνια, θα
ήταν το να βλέπαμε το πως χτίζονται τα τραγούδια. Θα ήταν ενδιαφέρον να δούμε
την εξέλιξη ενός τραγουδιού, το πως προσεγγίζεται, ποιες προοπτικές
απορρίπτονται, ποιες επιλέγονται και με ποια κριτήρια και πως καταλήγει στην
τελική του μορφή. Αντ’ αυτού, βλέπουμε λίγες στιγμές από τις πρόβες και μόνο τις
τελικές μορφές κάποιων τραγουδιών, στα οποία γίνεται ειδική αναφορά μέσα από το
έξυπνο μενού του dvd: κατά
τη διάρκεια του ντοκιμαντέρ, εμφανίζεται σε ορισμένες στιγμές ένα λογότυπο στο
οποίο μπορεί να ανατρέξει κανείς και να παρακολουθήσει την πρόβα τζενεράλε του
εκάστοτε τραγουδιού. Έτσι, σώζονται τα
«Desert rose», «Every
Little Thing She Does Is Magic», «Englishman In New York» και « Fill Her Up». Και λέω σώζονται, γιατί το ξημέρωμα της 11ης
Σεπτεμβρίου ανάγκασε το Sting να αναθεωρήσει τις επιλογές των τραγουδιών και να τα
αφαιρέσει από το πρόγραμμα.
To tracklist του
dvd που
περιλαμβάνει και αποσπάσματα από την πρόβα τζενεράλε, είναι το ακόλουθο:
- A thousand years
- Perfect love... gone wrong
- All this time
- Seven days
- The hounds of winter
- Mad about you
- Don't stand so close to me
- When we dance
- Dienda
- Roxanne
- If you love somebody set them free
- Brand new day
- Fields of gold
- Moon over Bourbon street
- Shape of my heart
- If I ever lose my faith in you
- Every breath you take
- Desert rose (bonus, πρόβα τζενεράλε)
- Every little thing she does is magic
(bonus, πρόβα τζενεράλε)
- Englishman in New York (bonus, πρόβα τζενεράλε)
- Fill her up (bonus, πρόβα τζενεράλε)
![]() |
Το εξώφυλλο του dvd |
Οι μουσικοί της μπάντας είναι:
Dominic Miller – ηλεκτρική και ηλεκτροκλασική κιθάρα, φωνητικά
Christian
McBride – μπάσο
Jason Rebello – πιάνο, keyboards
Marcos Suzano –
κρουστά
Manu Katche – drums
Chris Botti – τρομπέτα
Clark Gayton – τρομπόνι
B. J. Cole – pedal steel
Jaques Morelenbaum – τσέλο
Kipper – keyboards, προγραμματισμός, φωνητικά
Katreese
Barnes – φωνητικά,
σαξόφωνο
Janice
Pendarvis – φωνητικά
Jeff
Young – φωνητικά και Hammond organ
Cheb Mami –
φωνητικά στο «Desert Rose»
Haoua
Abdenacer – νταραμπούκα στο «Mad About You» και «Desert Rose»
Η σκηνοθεσία είναι του Jim Gable.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου